Σε μια συμφωνία για πιο στοχευμένη εφαρμογή του μέτρου του «κουρέματος» της προκαταβολής φόρου οδεύουν η κυβέρνηση και οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί, στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη 10η αξιολόγηση, όπου το συγκεκριμένο θέμα δεν εντάσσεται επίσημα στην ατζέντα, αλλά η ελληνική πλευρά θέλει να εξασφαλίσει τη συναίνεση των Θεσμών στις αποφάσεις της, πριν λάβει τις δικές της, οριστικές αποφάσεις μέσα στον Ιούνιο.
Ειδικότερα, για πτώση τζίρου 5% – 15%, το ποσοστό κουρέματος της προκαταβολής φόρου σχεδιαζόταν να ανέλθει στο 30%, για πτώση τζίρου 15,01% – 25%, το ποσοστό θα ανέβαινε στο 50%, για πτώση τζίρου 25,01% – 35% θα διαμορφωνόταν στο 70%, ενώ για πτώση τζίρου μεγαλύτερη του 35% η μείωση της προκαταβολής θα ήταν 100%, δηλαδή θα μηδενιζόταν.
Όμως, τα νέα δημοσιονομικά δεδομένα που δημιουργεί η παράταση των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας ανατρέπουν αυτόν τον σχεδιασμό, καθώς μάλιστα οι εκπρόσωποι των Θεσμών εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι για το πρωτογενές έλλειμμα, που εκτιμούν, ότι θα κινηθεί προς το 7%, έναντι πρόβλεψης του προϋπολογισμού για υποχώρηση κάτω από το 4% του ΑΕΠ.
Έτσι, όσοι είχαν εξασφαλίσει έκπτωση προκαταβολής φόρου 5% έως 50% για μειώσεις τζίρου 5% έως 25% φαίνεται ότι θα πρέπει να ξεχάσουν φέτος αυτή την έκπτωση, καθώς η νέα κλίμακα υπολογισμού της έκπτωσης εκτιμάται ότι θα θέτει ως ελάχιστο όριο μείωσης τζίρου το 30%, αν και υπάρχει σενάριο και για τοποθέτηση του πήχη στο 20%.
Η νέα κλίμακα για τη μείωση της προκαταβολής θα οριστικοποιηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα, δεδομένο θεωρείται όμως ότι πλέον το μέτρο θα καλύψει πολύ λιγότερες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι είναι μικρός ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα έχουν καταφέρει να παραμείνουν κερδοφόρες, άρα να είναι υπόχρεες για την πληρωμή προκαταβολής φόρου, εάν είχαν μείωση τζίρου που ξεπέρασε το 20% ή 30%.
Σε κάθε περίπτωση, η προκαταβολή φόρου δεν αναμένεται να φέρει μεγάλα έσοδα φέτος στο κρατικό ταμείο, αφού μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων επηρεάσθηκαν από την κρίση και είχαν ζημιογόνα οικονομικά αποτελέσματα. Το 2020, η προκαταβολή φόρου που πληρώθηκε μετά το ψαλίδισμα έως και κατά 100% ήταν πολύ μειωμένη, καθώς ανήλθε σε 1,8 δισ. ευρώ από 3,34 δισ.. ευρώ το 2019, με συνέπεια οι επιχειρήσεις να λάβουν από αυτή την πηγή μια ένεση ρευστότητας περίπου 1,5 δισ. ευρώ.