Του Βασίλη Κουφού, Συμβούλου Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας, Διαχειριστή Εταίρου, Capa Epsilon spPCC®
Διανύοντας την περίοδο της ολοκλήρωσης της περιγραφής του αρχικού βασικού κανονιστικού-ρυθμιστικού πλαισίου αναφοράς σε σχέση με την εφαρμογή των κριτηρίων ESG, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί που συμμετέχουν στην πραγματικής οικονομία, καλούνται να επιταχύνουν το βηματισμό τους έτσι ώστε να επιτύχουν ικανοποιητικό βαθμό συμμόρφωσης στις νέες συνθήκες.
Στο πλαίσιο αυτό, ένα σημαντικό θέμα που απασχολεί τα διοικητικά συμβούλια, τους γενικούς διευθυντές και – αναλόγως του τομέα δραστηριοποίησης – το C-Suite επίπεδο των εταιρειών, είναι το πως θα οδηγήσουν τους οργανισμούς τους, σε ασφαλή συμπεράσματα, ως προς τον τρόπο που θα επιμετρηθεί το βιώσιμο αποτύπωμα των επιχειρήσεων που εκπροσωπούν, όσο και ο βαθμός εξασφάλισης που θα προσφέρει το αποτύπωμα αυτό αξιολογούμενο από τις Τράπεζες, ώστε μην αποτελέσει αιτία δημιουργίας χρηματοδοτικού προβλήματος. Άλλωστε ο εφαρμοστικός μοχλός ολόκληρης της διαδικασίας μετάβασης, εδράζεται ακριβώς σε αυτό τον πυλώνα: τη χρηματοδότηση.
Στην κορυφή της λίστας των οργανισμών που θα κληθούν να εφαρμόσουν στην πράξη τα νεοπαγή πρωτόκολλα ευθυγράμμισης ως προς τα ESG κριτήρια βρίσκονται ασφαλώς οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται ως εξής πρακτικά: Οι Τράπεζες, κάθε χρόνο πλέον, θα οφείλουν να παρουσιάζουν την αναλογία που καταλαμβάνει η έκθεση τους σε «πράσινες» πιστώσεις, ως προς το σύνολο των δανείων που χορηγούν. Ένας απλός αριθμοδείκτης, ικανός να αποτυπώσει με μια σχετική ευθύτητα – συνοδευόμενη ωστόσο με την κατάλληλη και λεπτομερή τεκμηρίωση – το βαθμό κατά τον οποίο μια τράπεζα «επενδύει» σε, βιώσιμου περιεχομένου, πελατολόγιο. Παρά ταύτα, για τις επιχειρήσεις, αυτό είναι το σημείο εκκίνησης του δικού τους μαραθωνίου.
Πως προσδιορίζεται και αξιολογείται μια “πράσινη” επένδυση;
Τρεις είναι οι παράμετροι -δέσμες με τις οποίες μια πίστωση μπορεί να κριθεί ως πράσινη, άρα βιώσιμη.
Αρχικά αξιολογούνται τα περιβαλλοντικά κριτήρια. Πως δρα η επιχείρηση, διαχειριζόμενη το φυσικό περιβάλλον; Κατά πόσον το παραγόμενο προϊόν ή η υπηρεσία που παραδίδει στην Αγορά, επιβαρύνει τους φυσικούς πόρους; Πως προσδιορίζεται το περιβαλλοντικό μέρισμα, το οποίο οφείλει μια εταιρεία να «επιστρέφει» – τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο – αναλώνοντας τα φυσικά υλικά που της προσφέρονται ; Πως δρα προληπτικά ώστε να καταστήσει το παραγωγικό της αποτύπωμα, διακριτικό, σε σχέση με το περιβάλλον ;
Αυτές είναι μερικές ερωτήσεις που απαιτούν ενδελεχείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις. Οι επιχειρήσεις μπορούν, ενδεικτικά και αναλόγως της κλαδικής τους δραστηριοποίησης, να αντιδράσουν, μέσω:
- της αντικατάσταση δαπανών συμβατικού περιεχομένου με αντίστοιχο «πράσινο» (πχ ενέργεια, πρώτες ύλες, αποσβέσεις)
- του ελέγχου – διαχείρισης του κόστους που παράγουν κανονιστικά πλαίσια με σχετική νομική προέλευση (αποκατάσταση περιβάλλοντος, περιβαλλοντικά τέλη λόγω χρήσης συμβατικών πόρων, πράσινη φορολογία κλπ)
- της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου των ρύπων
- την επανεξέταση του μεταφορικού κόστους (το οποίο πάντοτε παρεισφρέει σε όλες τις δραστηριότητες, εμμέσως ή αμέσως
- των δυνατοτήτων που παρουσιάζονται στην εξασφάλιση βιώσιμων οικονομιών κλίμακας
- της επιμέτρησης του βαθμού βιωσιμότητας του – κατά μονάδα – παραγόμενου προϊόντος ή υπηρεσίας τους
Στη συνέχεια της αξιολόγησης μιας πίστωσης, αναλύονται τα κοινωνικά κριτήρια. Εξετάζονται οι σχέσεις με τους εργαζόμενους, τους προμηθευτές, τους πελάτες και τις κοινότητες στις οποίες η επιχείρηση δραστηριοποιείται. Κέντρο βάρους – ανά περίπτωση – δίνεται σε ζητήματα κοινωνικού χαρακτήρα όπως τα εργασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των ζώων, η προστασία των καταναλωτών, η υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και η ισότητα των φύλων. Ενδεχόμενες λειτουργικές πτυχές που μπορεί να θέσει σε έλεγχο μια εταιρεία, είναι οι εξής :
- η ποιοτική υφή της εφοδιαστικής αλυσίδας σε τρεις διαστάσεις, δηλαδή οι προμηθευτές και πιστωτές, οι πελάτες και το θέμα των logistics. Η ανάλυση αφορά στις πολιτικές επιλογής προμηθευτών, τους όρους εξόφλησης πιστώσεων, την βαρύτητα που αποδίδεται στα βιώσιμα αποτυπώματα πελατών και προμηθευτών και τους βαθμούς εξάρτησης της επιχείρησης
- η ποιοτική εικόνα των πολιτικών Υγιεινής & Ασφάλειας καθώς και το ενδεχόμενο αναμόρφωσής τους
- ο βαθμός ανταπόκρισης του ποιοτικού ελέγχου ως αποδεικτικό έμπρακτο στοιχείο του σεβασμού του καταναλωτή
- το επίπεδο παρουσίας της επιχείρησης στις κατά τόπους κοινότητες όπου και δραστηριοποιείται (είτε ως παραγωγός, είτε ως πωλητής), μέσω πολιτισμικών δράσεων (ανάδειξη της τοπικής κληρονομίας, προβολή της περιοχής) και παρεμβάσεων με ευρύτερη κοινωνική απόχρωση (υποτροφίες, χορηγίες, δωρεές, προβολή της αριστείας)
Το τρίτο στοιχείο αξιολόγησης αφορά στην εταιρική διακυβέρνηση. Η ουσία της δέσμης αυτής επικεντρώνεται στην ηγεσία της εταιρείας, την επιχειρηματική της ηθική, τις αμοιβές των εκτελεστικών στελεχών, τις εργασιακές σχέσεις, τους εσωτερικούς ελέγχους, τη διαφάνεια, τη διαφθορά και τα δικαιώματα των μετόχων. Εδώ τα θέματα που μπορούν να τεθούν σε λεπτομερή έρευνα, είναι πολυάριθμα, καθώς, ουσιαστικά συνδιαμορφώνουν ολιστικά την εταιρική φυσιογνωμία. Ιδιαίτερα, η αρχιτεκτονική συμμετοχών και συνεργασιών με άλλα νομικά πρόσωπα και οντότητες, όπως και ο βαθμός συμμόρφωσης με το ευρύτερο νομικό φορολογικό, εμπορικό, εργατικό και ανταγωνιστικό πλαίσιο (μέσω του μεγέθους προστίμων, παραβάσεων, παρατυπιών, καταγγελιών και άλλων συναφών στοιχείων), αποτελούν μείζον αξιολογικό υλικό, ικανό να αναμορφώσει – επί τα χείρω ή επί τα βελτίω – την οριστική εικόνα μιας επιχείρησης. Συνεπώς εδώ, η εμπλοκή της ίδιας της ιδιοκτησίας καθίσταται αναγκαία όσο και καθοριστική.
Παρά τη δυνατότητα παρεμβάσεων, μέσα από δράσεις που περνούν από όλα τα παραπάνω ζητούμενα, η εξίσωση καλύπτεται μόνον κατά το ήμισυ. Πέρα από όλα αυτά, αυτό που αναδύεται ως ζητούμενο συνολικά είναι η αναμόρφωση ή έστω η δραστική επικαιροποίηση των επιχειρηματικών τους πρακτικών σε συνδυασμό με την απαιτούμενη προσοχή που οφείλουν να επιδείξουν σε μια σειρά «μη – πράσινων» ή ουδέτερων κριτηρίων, όπως είναι η δομή του σταθερού κόστους, η δομή των προϋπολογιστικών μοντέλων, η υιοθετημένη μεθοδολογία του decision accounting, η υφιστάμενη φυσιογνωμία του market planning, η επιρροή που ασκείται πάνω σε βασικούς αριθμοδείκτες (gross margin, EBITDA, net margin, ROI).
Από τη νέα αυτή διαδικασία, προκύπτει μια νέα γενιά εργαλείων και συστημάτων ελέγχου και προγραμματισμού, που θα πρέπει να είναι ικανά να επικουρήσουν τους επιχειρηματίες, στο πλαίσιο των τεχνικών προδιαγραφών της πράσινης μετάβασης. Η εργαλειοθήκη αυτή, μαζί με την ειλικρινή πρόθεση για αλλαγή, είναι τα ικανά χαρακτηριστικά για ένα βιώσιμο μέλλον, άξιο των επιτευγμάτων που έχει προσφέρει στην ανθρώπινη ιστορία, η αυθεντική και ανόθευτη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Δείτε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε εδώ