Του Βασίλη Κουφού, Συμβούλου Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας, Διαχειριστή Εταίρου, Capa Epsilon spPCC®
Η ταχύτητα των γεγονότων και η δραστική επιρροή που αυτά ασκούν σε κάθε μικρή ή μεγάλη πτυχή της καθημερινότητας, αφήνει διαρκή κενά, σε ζητήματα με χρονική προοπτική, η οποία μπορεί να επεκταθεί πέραν του βραχυπρόθεσμου – έτσι όπως αυτό τις πολλές τελευταίες δεκαετίες συνηθίσαμε να προσδιορίζουμε. Ο στρατηγικός σχεδιασμός – σε επιχειρηματικό και εν γένει οικονομικό επίπεδο – σε συνδυασμό με τις επιλογές και τα πλαίσια κινήσεων της εκάστοτε ισχύουσας πολιτικής πραγματικότητας, περιφερόταν πέριξ των χρονικών περιθωρίων του εκλογικού κύκλου, δηλαδή από 3 έως 5 χρόνια. Ωστόσο, οι διογκούμενες συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής και η τεράστια διεισδυτικότητα των Ψηφιακών Τεχνολογιών στην καθημερινότητα μας, καθιστούν την διεύρυνση του προβλεπτικού ορίζοντα, όχι απλώς αναγκαία, αλλά συνθήκη επιβίωσης.
Πως όμως μπορεί κανείς να αποπειραθεί να αποτυπώσει, με μια σχετική τυποποίηση, τις μελλοντικές χρηματοοικονομικές εξελίξεις; Έως σήμερα, η χρήση μιας συγκεκριμένης εργαλειοθήκης, είχε τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει έναντι των απαιτήσεων της αγοράς. Με αιχμή τη μεθοδολογία της accrual accounting (λογιστική σε δεδουλευμένη βάση) και τη βοήθεια ειδικών στατιστικών διαδικασιών με επίκεντρο την προεξόφληση, μια εταιρεία, προϋπολόγιζε ουσιαστικά τις επιπτώσεις σειράς μελλοντικών χρηματοοικονομικών γεγονότων (αποζημιώσεις προσωπικού, κανονιστικές υποχρεώσεις, επισφάλειες, απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων) κατά τρόπο που το σύνολο της πραγματικής οικονομίας είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει με υψηλή αξιοπιστία. Τώρα όμως αυτό καθίσταται ελλιπές. Ο λόγος είναι εξαιρετικά απλός : Στις παρούσες συνθήκες, με δεδομένη την απόφαση για ένα παραγωγικό οικονομικό μοντέλο μηδενικού οικολογικού αποτυπώματος, τα business work flows αναδομούνται από μηδενικής βάσεως. Παράλληλα λοιπόν με την επιδίωξη επιτυχούς στόχευσης σε επίπεδο μεσο – βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού, η επιχείρηση οφείλει να λογίζει και να προϋπολογίζει ταυτόχρονα, τα κόστη από το σύνολο των αλλαγών που επηρεάζουν τη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων και της εφοδιαστικής αλυσίδας, ισορροπώντας, στο τέλος της ημέρας, το βιώσιμα αποτύπωμα της, με την λειτουργική της επιτυχία.
Το transition accounting δεν είναι ένα απλό technicality. Είναι η νέα φιλοσοφία στο επιχειρείν.
Πρακτικά τί σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Και πως απεικονίζονται σε πραγματικά χρηματικά μεγέθη; Ένα μικρό παράδειγμα ίσως σταθεί επιβοηθητικά : Σκεφθείτε μία – οποιουδήποτε μεγέθους και οποιασδήποτε δραστηριότητας – εταιρεία, η οποία οφείλει να ουδετεροποιήσει το ενεργειακό της αποτύπωμα. Σχεδιάζει συνεπώς τις κατάλληλες επενδύσεις. Ταυτόχρονα όμως, διαπιστώνει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά αναδομήσεων ως προς το έμψυχο δυναμικό της, καθώς η νέα, «πράσινη» γραμμή παραγωγής, απαιτεί λιγότερες θέσεις εργασίας. Οι «πλεονάζοντες» εργαζόμενοι – πιθανόν σε μη κατάλληλη ηλικία ώστε να αποχωρήσουν από την αγορά εργασίας – θα πρέπει να μεταφερθούν στην εξυπηρέτηση άλλων εσωτερικών αναγκών (με τα απαιτούμενα κόστη μετεκπαίδευσης να ακολουθούν). Η εταιρεία δε, θα πρέπει να είναι έτοιμη (μακροπρόθεσμα) για το ενδεχόμενο να αποζημιώσει επιπλέον προσωπικό, μη δυνάμενο να συνταξιοδοτηθεί, μάλιστα δε, εφαρμόζοντας μεθόδους «μετά-μακροπρόθεσμης» προβολής δεδομένων (όπως μοντέλα foresight financing), τα οποία, ιδανικά, θα πρέπει να πλαισιώσει με ποιοτικά επιχειρησιακά εργαλεία απορρόφησης λειτουργικών κραδασμών (όπως η εργαλειοθήκη που προτείνουν οι θεωρίες nudge). Άλλωστε αυτό το ίδιο ενδεχόμενο – της αναγκαστικής μείωσης προσωπικού – με μαθηματική βεβαιότητα θα προκύψει, όταν η εταιρεία του παραδείγματός μας, ξεκινήσει να ψηφιοποιεί μέρος της λειτουργείας της, ώστε να καλύψει με ίδιους πόρους – cut costing financing – σκέλος της πράσινης μετάβασής της. Και, εν τέλει, όλο το εγχείρημα, οφείλει να συντάσσεται με το σύνολο των προαπαιτουμένων Βιωσιμότητας, Εταιρικής Ακεραιότητας και Διαφανούς Διακυβέρνησης, καθώς πιθανή παρέκκλιση είναι ικανή να πλήξει το σχετικό Green Asset Ratio , βάσει του οποίου υπολογίζεται η χρηματοοικονομική της επιβάρυνση – δηλαδή το επιτόκιο του δανεισμού της.
Θεωρώντας αυτό το παράδειγμα ως απλώς ενδεικτικό – με δεδομένες τις όποιες εκούσιες απλοποιήσεις στις παραδοχές – γίνεται αντιληπτό ότι εάν η Οικονομική Διεύθυνση σχηματοποιείται – σήμερα – ως ένα ισοσκελές τρίγωνο, όπου το κάτω μισό, εκπροσωπεί τη φορολογιστική διαχείριση και το άνω μισό, τη χρηματοοικονομική πρακτική, η παρουσία του transition accounting επηρεάζει σοβαρά, αυτό το δεύτερο σκέλος, ως στοιχείο ολιστικής αναμόρφωσης της Διεύθυνσης : Το «τρίγωνο» μετατρέπεται σε «τετράγωνο» ή πιθανόν σε «τραπέζιο». Η σχηματική αυτή διόγκωση, αναπαριστά, τα επιπλέον εξειδικευμένα στελέχη που χρειάζονται, το μεγαλύτερο budget που απαιτείται, την αυξανόμενη σημασία της Διεύθυνσης έναντι του συνολικού οργανογράμματος, και εν κατακλείδι, το συνδυασμό όλων αυτών. Φυσικά, υπάρχουν αλλαγές και στο «κάτω μισό» του «τριγώνου» – ωστόσο δεν είναι παρά απλές τεχνικές τροποποιήσεις.
Αυτό που οφείλουν οι επιχειρήσεις και οι Οικονομικές Διευθύνσεις να λάβουν σοβαρά υπόψη τους, είναι το δεδομένο της πραγματικής αλλαγής που ήδη αρχίζει να τροποποιεί δομές της Αγοράς. Το εργαλείο του transition accounting δεν είναι ένα απλό technicality. Είναι η νέα φιλοσοφία στο επιχειρείν. Όποιος την ενστερνιστεί γρηγορότερα, θα επιβιώσει ευκολότερα.
Δείτε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε εδώ