Σε βελτίωση της εκτίμησής του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας προχώρησε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, προβλέποντας ότι η ανάπτυξη φέτος μπορεί να φτάσει έως και το 4,8%. Στην έκθεσή του για το α΄τρίμηνο του 2021, το Γραφείο επισημαίνει ότι η πορεία της πανδημίας και του τουρισμού αναμένεται να κρίνουν σε σημαντικό βαθμό την πορεία της οικονομίας. Παράλληλα, διαπιστώνει πρόοδο στην εικόνα που καταγράφεται στο σκέλος των εκκρεμών συντάξεων, ενώ για τον κατώτατο μισθό και πιθανή αναθεώρησή του, πηγές του Γραφείου σημείωναν ότι δεν πρέπει να μείνει στα ίδια επίπεδα.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι οικονομικές εξελίξεις για το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι ενθαρρυντικές δεδομένων και των συνθηκών. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2021 ήταν -2,3%, καταγράφοντας σαφώς ηπιότερη ύφεση από όλες τις προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Γραφείου Προϋπολογισμού. «Εφόσον τα επόμενα τρίμηνα εξελιχθούν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ετήσια μεγέθυνση αναμένεται να υπερβεί το βασικό μας σενάριο (2,7%), και να κινηθεί κοντύτερα στο θετικό σενάριο μεταξύ 3,6% και 4,8%» τονίζεται χαρακτηριστικά.
Το ίδιο διάστημα, σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν η ανεργία η οποία παραμένει σταθερή, ο αποπληθωρισμός που περιορίζεται και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώνεται. Αναφορά γίνεται και στην πρόσφατη επιτυχή έκδοση του 10ετούς ομολόγου με το spread σε σχέση με τoγερμανικό ομόλογο να μειώνεται κάτω από τις 100 μονάδες. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες, τέλος, κατέγραψαν σημαντική βελτίωση τον Μάιο με τη μερική άρση των περιοριστικών μέτρων και την επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος.
Ωστόσο σημειώνεται ότι η καλύτερη του αναμενόμενου πορεία της οικονομικής δραστηριότητας κατά το πρώτο τρίμηνο δεν πρέπει να υπερτιμηθεί καθώς οι οικονομικές προκλήσεις και αβεβαιότητες θα διατηρηθούν και μετά το τέλος της πανδημίας. «Βραχυπρόθεσμα, η κρίσιμη αβεβαιότητα είναι η εξέλιξη της υγειονομικής κατάστασης που αναμένεται να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα των επόμενων τριμήνων. Η χώρα μας βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ποσοστό του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού αλλά ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην αναλογία των ημερήσιων κρουσμάτων και θανάτων». Αυτό δείχνει, όπως τονίζεται, ότι παρά την αποτελεσματικότητα της πορείας των εμβολιασμών, η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και της νοσοκομειακής περίθαλψης παραμένει σχετικά χαμηλή. Συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας είναι η καθυστερημένη άρση των περιοριστικών μέτρων και η διατήρηση της πίεσης στο σύστημα υγείας, με αρνητικές οικονομικές συνέπειες που εκδηλώνονται κυρίως μέσω του τουρισμού. Η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως προορισμού και οι περιορισμοί που θέτουν τα κράτη προέλευσης στους πολίτες τους που ταξιδεύουν στη χώρα μας, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την υγειονομική της εικόνα. «Είναι επομένως σημαντικό να βελτιωθεί αυτή η εικόνα και να προσεγγίσει γρήγορα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πριν την ολοκλήρωση της τουριστικής περιόδου».
Σύμφωνα με την έκθεση, μεσοπρόθεσμα, οι αβεβαιότητες συνδέονται με την άρση των έκτακτων επεκτατικών μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αυτή η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής αποτελεί μια μείζονα πρόκληση τόσο από μακροοικονομική όσο και από δημοσιονομική σκοπιά. Η μακροοικονομική αφορά τις επιχειρήσεις που λάμβαναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταβιβαστικές πληρωμές από τον κρατικό προϋπολογισμό και οι οποίες, πλέον, θα επαναλειτουργήσουν χωρίς την κρατική στήριξη. Η παρατεταμένη διακοπή της παραγωγικής τους λειτουργίας ενδέχεται να έχει προκαλέσει μόνιμες απώλειες, εξαιτίας της απαξίωσης του κεφαλαιακού αποθέματος και των εργασιακών δεξιοτήτων. Με δεδομένο ότι η δημοσιονομική επέκταση δεν ήταν δυνατόν να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες της πανδημίας, θα υπάρχουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά με συσσωρευμένα χρέη που θα χρειαστούν πρόσθετη ρευστότητα για να τα εξυπηρετήσουν.
Όσον αφορά την υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχει συσσωρευτεί στο τραπεζικό σύστημα λόγω των ειδικών νομισματικών συνθηκών και των αυξημένων αποταμιεύσεων, η έκθεση σημειώνει ότι δεν μπορεί να καλύψει αυτές τις ανάγκες. «Αντίθετα, αναμένεται να στραφεί προς τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων σε ανερχόμενους κλάδους, όπως άλλωστε προβλέπει και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα της ανακατανομής του κεφαλαίου και της απασχόλησης από τους κλάδους που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας προς τους δυναμικούς κλάδους που πληρούν κριτήρια μακροχρόνιας βιωσιμότητας». Μια τέτοια διαδικασία δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε ομαλή. Θα πρέπει, εκτός από τη στήριξη των ανερχόμενων κλάδων, να υπάρξει και μέριμνα για τη διευκόλυνση της μετάβασης των συντελεστών παραγωγής από τους φθίνοντες κλάδους.
Οι μακροοικονομικές αβεβαιότητες μεταφέρονται και στα δημόσια οικονομικά. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η άρση των έκτακτων μέτρων θα προκαλέσει μια δημοσιονομική βελτίωση κατά 7 περίπου μονάδες ΑΕΠ (από -7,2% το 2021 σε -0,3% το 2022). Η πραγματοποίηση αυτής της πρόβλεψης εξαρτάται από την ομαλή επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα εισοδήματος είναι αναμενόμενο να μην μπορούν να αποπληρώσουν τις τρέχουσες και τις συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Ο δημόσιος τομέας ίσως χρειαστεί να τους παρέχει πρόσθετη οικονομική στήριξη, αφενός για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και αφετέρου για να διευκολύνει τη μετάβασή τους σε πιο παραγωγικούς κλάδους και δραστηριότητες. Επομένως, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι στη διαδικασία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, οι οποίοι θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Με βάση τα παραπάνω, οι απώλειες που προκάλεσε η πανδημία και το κόστος των παρεμβάσεων για τον περιορισμό των επιπτώσεων δεν θα εξαφανιστούν μόλις τελειώσει η πανδημία. Η επαναφορά στην ανάκαμψη δεν αρκεί να ιδωθεί μόνο μέσα από τα συνολικά μεγέθη και τους μέσους όρους, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη και τις έντονες ασυμμετρίες μεταξύ κλάδων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Το ζήτημα των ανισοτήτων δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή και ενδέχεται να αποδειχθεί σημαντικότερο στα επόμενα χρόνια. Σε πρόσφατο δοκίμιο εργασίας του ΔΝΤ, διαπιστώθηκε η διαχρονική θετική συσχέτιση μεταξύ πανδημιών και κοινωνικής έντασης. Οι πανδημίες επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική μεγέθυνση και εντείνουν την ανισότητα, δημιουργώντας συνθήκες που οξύνουν τις κοινωνικές εντάσεις. Οι κοινωνικές εντάσεις, με τη σειρά τους, προκαλούν πρόσθετες μειώσεις στην οικονομική μεγέθυνση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Το πρόβλημα μπορεί να εκδηλωθεί εντονότερα σε χώρες με σχετικά αδύναμο θεσμικό πλαίσιο και μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας, όπως η Ελλάδα, και να δημιουργήσει περισσότερες αβεβαιότητες για την επόμενη μέρα.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ – ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
Η εκτέλεση του προϋπολογισμού των ασφαλιστικών ταμείων για το πρώτο τρίμηνο του 2021 εμφανίζει πλεόνασμα 91 εκατ. ευρώ, μειωμένο κατά 173 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 (264 εκατ. ευρώ), καθώς τα έσοδα είναι αυξημένα κατά 36 εκατ. ευρώ και οι δαπάνες αυξημένες κατά 210 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω των αυξημένων δαπανών για καταβολή συντάξεων, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό εξηγείται από τη μείωση του πλήθους των εκκρεμών και ληξιπρόθεσμων αιτήσεων συνταξιοδότησης τον Μάρτιο 2021 έναντι του Μαρτίου 2020.
Ειδικότερα, στο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2021, τα έσοδα από εισφορές και ρυθμίσεις οφειλών είναι μειωμένα κατά 80 εκατ. ευρώ και οι μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι αυξημένες κατά 124 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις υπέρ τρίτων είναι αυξημένες κατά 73 εκατ. ευρώ και τα άλλα έσοδα μειωμένα κατά 81 εκατ. ευρώ.
Οι δαπάνες για την καταβολή συντάξεων (κύριων και επικουρικών) είναι αυξημένες κατά 164 εκατ. ευρώ, οι άλλες παροχές και εφάπαξ αυξημένες κατά 27 εκατ. ευρώ, οι αποδόσεις προς τρίτους είναι μειωμένες κατά 42 εκατ. ευρώ και οι άλλες δαπάνες αυξημένες κατά 62 εκατ. ευρώ.
Στο τέλος Μαρτίου 2021 ο e-ΕΦΚΑ κατέβαλλε 2.703.848 συντάξεις (που αντιστοιχούν σε 2.433.926 συνταξιούχους), αριθμός μειωμένος σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2020 που καταβλήθηκαν 2.711.870 συντάξεις (σε 2.446.506 συνταξιούχους), αλλά και σε σχέση με το Α’ τρίμηνο 2020 (2.721.791 συντάξεις σε 2.467.247 συνταξιούχους).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του e-ΕΦΚΑ και τα στοιχεία της έκθεσης «ΑΤΛΑΣ» Μαρτίου 2021, ο συνολικός αριθμός εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης μειώθηκε από 153.887 στο τέλος του 4ου τριμήνου 2020 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 591,8 εκατ. ευρώ) σε 134.288 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 511,7 εκατ. ευρώ) στο τέλος του 1ου τριμήνου 2021. Οι ληξιπρόθεσμες (εκκρεμείς πάνω από 90 ημέρες) αιτήσεις συνταξιοδότησης μειώθηκαν από 121.764 στο τέλος Δεκεμβρίου 2020 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 572,7 εκατ. ευρώ) σε 103.814 στο τέλος Μαρτίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 493,6 εκατ. ευρώ). Στον επόμενο πίνακα φαίνεται η εξέλιξη των εκκρεμών και των ληξιπρόθεσμων αιτήσεων συνταξιοδότησης στο τέλος κάθε τριμήνου για τα έτη 2019 – 2021, καθώς και η σχετική εκτιμώμενη δαπάνη.
Ο αριθμός των νέων αιτήσεων για συνταξιοδότηση στον e-ΕΦΚΑ αυξάνεται από το 2017 (145.555 νέες αιτήσεις) μέχρι το 2019 (165.136 νέες αιτήσεις), μειώνεται το 2020 (159.467 νέες αιτήσεις), ενώ για το 2021 ο αριθμός των νέων αιτήσεων κύριας σύνταξης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω (σύμφωνα με τον e-ΕΦΚΑ, το πλήθος των νέων αιτήσεων κύριας σύνταξης εκτιμάται περίπου στις 155.000 συνολικά για το 2021).