του Βασίλη Κουφού, Συμβούλου Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας, ιδρυτή και managing partner της Capa Epsilon OSP, Οικονομικού Διευθυντή CSR Hellas
Εάν θελήσουμε να περιγράψουμε με αμεσότητα και ευκρίνεια το επόμενο μεγάλο επιχειρηματικό ζητούμενο, θα είναι πολύ εύκολο να συμφωνήσουμε, τουλάχιστον σε μια έννοια : βιωσιμότητα. Φυσικά όχι έτσι όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε έως το πρόσφατο παρελθόν – σημαίνοντας απλώς αυτό που εννοεί, δηλαδή επιβίωση και αντοχή στις όποιες συνθήκες – αλλά με το περιεχόμενο που προσλαμβάνει τώρα, στην εποχή της Πράσινης Μετάβασης και του Ψηφιακού Μετασχηματισμού, δηλαδή ως πυλώνας στρατηγικού επιχειρησιακού και διαχειριστικού σχεδιασμού και ως παραγωγός οικονομικής σταθερότητας και επιχειρηματικής μεγέθυνσης.
Ο όρος «ανάπτυξη[1]» εισέβαλε στα γραπτά της Οικονομικής Θεωρίας, καθώς έσβηνε η μεγάλη φωτιά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η γενεσιουργός αιτία, ωστόσο, υπήρξε πολιτική και όχι επιστημονική. Το 1919, μετά την καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η διαχείριση της νίκης υπήρξε εξαιρετικά ατυχής, καθώς – ουσιαστικά – βασίστηκε πάνω στην οικονομική εξαθλίωση των ηττημένων, προκειμένου αυτοί να μη σταθούν ικανοί επανακάμψουν σε κάθε επίπεδο – στρατιωτικά, εμπορικά και κυρίως ως συμμέτοχοι στο διεθνές γεωπολιτικό παίγνιο. Ματαίως δε, ο νεαρός τότε οικονομολόγος Τζων Μάυναρντ Κέηνς, έκρουε τον κώδων του κινδύνου μέσα από το κλασσικό πλέον, σύγγραμμά του The Economic Consequences of the Peace (1919), προεξοφλώντας με ακρίβεια δεκαδικού, τα όσα εξελίχθηκαν την επόμενη εικοσαετία, σε διεθνές οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Το 1945, σύσσωμη η διεθνής οικονομική – επιχειρηματική elite, υποστηριζόμενη ασμένως από την πολιτική ηγεσία των νικητών, εφάρμοσε καθ΄ ολοκληρίαν την πρόταση του Κέηνς, εμπλουτισμένη δε, και από τις σελίδες του εμβληματικού The General Theory of Employment, Interest and Money (1936). Η «ανάπτυξη» όλων – νικητών μα κυρίως των ηττημένων – ανέλαβε να αποσβέσει τάχιστα τα όσα είχαν συμβεί νωρίτερα. Έως τις αρχές της δεκαετίας του ’70, το «φάρμακο» απέδωσε – κατά πάσα βεβαιότητα – πολύ περισσότερο από όσο οι εμπνευστές του σχεδίαζαν. Παρά τη διαρκή απειλή του Ψυχρού Πολέμου, οι διεθνείς εμπόλεμες διενέξεις μειώθηκαν δραματικά περιοριζόμενες σε περιφερειακό επίπεδο (Μέση Ανατολή, Νοτιοδυτική Ασία και αποσπασματικά σε σημεία της Αφρικής). Στην περίοδο 1950 – 1970, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε κατά 43%, ο δε αστικός κατά 75%.[2] Επιπλέον το προσδόκιμο ζωής, έφτασε τα 57,8 έτη το 1970, ενώ το 1939 – πριν την έναρξη του πολέμου βρισκόταν κάτω των 50 ετών. Κατ’ αναλογίαν, αυξήθηκαν γεωμετρικά και μεταξύ άλλων, η βιομηχανική παραγωγή, η δημόσια δαπάνη για κάθε είδους κοινωνική προστασία και η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών[3].
Οι παραπάνω επιδόσεις ωστόσο, εμπεριείχαν, εξίσου, αρκετές προβληματικές πτυχές : Η δημογραφική αύξηση άρχισε να χαρακτηρίζεται ως «υπερπληθυσμός», η αυξημένη δημόσια αρωγή ήδη δημιουργούσε σημαντικά δημοσιονομικά ελλείματα, η αυξημένη κοινωνική κινητικότητα άρχισε να κλονίζει το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο, ωθώντας την πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή ανατολικά των ευρωπαϊκών συνόρων προς χάριν των επαγγελμάτων του άσπρου κολλάρου. Επιπλέον, η αυξημένη βιομηχανική παραγωγή – βασισμένη σε μια διαρκώς αύξουσα ζήτηση, ενεργό ή μη – αφήνει τα πρώτα σοβαρά και διακριτά αποτυπώματά της στο περιβάλλον, μέσω της τερατώδους διόγκωσης του μεγέθους των εκπεμπόμενων ρύπων κάθε είδους (διοξείδιο του άνθρακα, νιτρικά οξείδια, μεθάνιο κλπ)[4]. Σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο ανατέλλει ένας νέος όρος : «βιώσιμη ανάπτυξη».[5]
Έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η διεθνής οικονομία, διήλθε από μία ενδιάμεση φάση: απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θεαματική μείωση στο κόστος χρήματος. Η νέα συσσώρευση πλούτου ωστόσο, αύξησε θεαματικά, αλλά δραματικά, τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της ανάπτυξης : συρρίκνωση των φυσικών πόρων, περεταίρω μόλυνση του περιβάλλοντος (ατμόσφαιρα, ύδατα, δάση κλπ), ελαστικοποίηση των εργασιακών καθεστώτων, άνοδος της ανεργίας, περιορισμός του κοινωνικού κράτους, αύξηση των δεικτών κάθε είδους ανισότητας (πλούτου, κοινωνικών διακρίσεων, ηλικιακών διακρίσεων, τεχνολογικής επάρκειας κλπ). Στις αρχές του 21ου αιώνα, η διεθνής πολιτική οικονομία, βρέθηκε στο σημείο μηδέν, καθώς η συρροή των αρνητικών επιπτώσεων της παρελθούσης ανάπτυξης, συνδυάστηκε με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 – 2009. Η «βιώσιμη ανάπτυξη» πλέον κατέστη, από τμήμα της μελλοντικής φυσιογνωμίας της Παγκόσμιας Οικονομίας, σε άμεσο και μοναδικό εργαλείο παύσης των δομικών κλυδωνισμών που αυτή υπέστη.
Ωστόσο, για τον κόσμο της Αγοράς, η Βιώσιμη Ανάπτυξη, παρέμεινε επί μακρόν ως μια άγνωστη, παράπλευρη, επικοινωνιακή, τεχνική λεπτομέρεια. Η υιοθέτηση των αρχών της Εταιρικής Υπευθυνότητας αποτέλεσε έναν πρώτο οδηγό – ωστόσο, η απουσία κάθε είδους επιχειρησιακής προοπτικής, εξάντλησε την Κοινωνική Ευθύνη των επιχειρήσεων σε δράσεις με εξαιρετικά περιορισμένο αποτέλεσμα, κυρίως δε, συνοδευόμενο από την προσδοκία ενός πρόσκαιρου φορολογικού ωφελήματος. Αυτό φυσικά δεν είναι η Βιώσιμη Ανάπτυξη.
Η Βιώσιμη Ανάπτυξη περιλαμβάνει συγκεκριμένα, αλλά πολυάριθμα επίπεδα της οικονομικής πρακτικής και δραστηριοποίησης : Θέματα περιβάλλοντος (προστασία και διαχείριση φυσικών πόρων, αποκατάσταση φυσικού περιβάλλοντος, χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, εφαρμογή πράσινων τεχνολογιών) Θέματα Κοινωνικού περιεχομένου (εργασιακές σχέσεις, εκπαίδευση και εξειδίκευση των απασχολουμένων, δίκτυα κοινωνικής προστασίας και αφομοίωσης των ανισοτήτων, απάλειψη κάθε είδους διάκρισης, υγιεινή και ασφάλεια στο εργασιακό περιβάλλον) Θέματα εταιρικής λειτουργείας – διακυβέρνησης (διαφάνεια, ακεραιότητα, εφαρμογή κανόνων δέουσας επιμέλειας, πολιτικές διαχείρισης κινδύνων και κανονιστικής συμμόρφωσης). Κωδικοποιημένα, οι τρείς αυτές παράμετροι συμπυκνώνονται στο ακρωνύμιο ESG (Environmental, Social, Governance).
Η θεμελιώδης διαφορά της Βιώσιμης Ανάπτυξης με τα προηγουμένως χρησιμοποιηθέντα εργαλεία της Εταιρικής Υπευθυνότητας, εδράζεται σε αν και μόνον σημείο : η Βιώσιμη Ανάπτυξη ισοδυναμεί με στρατηγική επιλογή ενώ η Εταιρική Υπευθυνότητα είναι μια μεμονωμένη πρακτική, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για την επιχείρηση.
Επιλέγοντας μία εταιρεία να υιοθετήσει τις αρχές των ESG ώστε να οδηγηθεί στην αειφορία, προβαίνει στη συστηματική υλοποίηση ενός ολιστικού εφαρμοστικού πλαισίου δράσης, το οποίο τέμνει καθέτως κάθε είδους ενδοεταιρική λειτουργεία. Ο κύριος πόλος συγκέντρωσης επεμβάσεων, ωστόσο, είναι η Οικονομική Διεύθυνση. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Από μακροσκοπική άποψη, η Οικονομική Διεύθυνση, είναι ο συλλέκτης χρηματοοικονομικών πόρων, βάσει των οποίων δραστηριοποιείται όλο το εταιρικό σχήμα. Οφείλει λοιπόν, να συμπεριλάβει στην διαδικασία αυτή και την αποτίμηση της οικονομικής αξίας που παράγεται και διανέμεται στους άλλους συμμετόχους εκτός από τους μετόχους της εταιρίας, αλλά επίσης και την αποτίμηση ή την πρόβλεψη της πιθανής απομείωσης της αξίας σε βάθος χρόνου από την αρνητική επίπτωση ουσιωδών περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινδύνων στην λειτουργία και στην επίτευξη των στόχων της επιχείρησης. Η Οικονομική Διεύθυνση, στο πλαίσιο αυτό υποχρεούται να αντιμετωπίσει, καταρχάς την έλλειψη σχετικής γνώσης και δεξιοτήτων, όπως άλλωστε και κατάλληλων συστημάτων για την ενσωμάτωση και την ανάλυση των κινδύνων που αφορούν το τρίπτυχο ESG στην οικονομική διαχείριση. Επίσης, είναι σκόπιμο να εξετάσει την επένδυση σε νέα συστήματα διαχείρισης και διασύνδεσης των πληροφοριών. Η επένδυση σε τεχνολογία blockchain ή σε εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, θα μειώσει αφενός το κόστος συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών που απαιτούνται για την ολοκληρωμένη και σταθμισμένη αξιολόγηση των ESG κριτηρίων που αφορούν την επιχείρηση αλλά και τον κλάδο στον οποίο λειτουργεί ή τις αγορές που την επηρεάζουν. Ταυτόχρονα, θα επιτρέψει την παρακολούθηση βασικών δεικτών ποσοτικών και ποιοτικών που συνδέονται με τους στόχους που θέτει η Διοίκηση κατά την διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο βιώσιμο σε βάθος χρόνου.
Προχωρώντας σε μικροοικονομική οπτική, η Οικονομική Διεύθυνση, υποχρεούται πλέον να αναδιαμορφώσει συνολικά τα πλαίσια λειτουργίας μέσα από την ενεργοποίηση ειδικών πολιτικών και διαδικασιών, οι οποίες στοχεύουν πλέον σε μετρήσιμες και αυστηρά αξιολογούμενες επιδόσεις, η τελική επίπτωση των οποίων είναι ικανή να στρέψει εν συνόλω την εταιρική κατεύθυνση, κυρίως μέσα από το ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων και της εν γένει πρόσβασης σε χρηματικούς πόρους. Πώς ;
Η αειφόρος ποιότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας καθώς και το πελατειακού δικτύου διέρχεται μέσω της δυνατότητας της μέτρησης απόδοσής τους. Αυτό σημαίνει ψηφιοποίηση των διαδικασιών με πιθανές παράπλευρες τροποποιήσεις (λογιστήριο, επικοινωνία, προσωπικό). Ο χώρος αυτός δε, αποτελεί προνομιακό πεδίο εφαρμογής τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως για παράδειγμα το Fleet Management. Ωστόσο, όλες αυτές οι αλλαγές, αυτομάτως δημιουργούν μια εσωτερική συσσώρευση αξίας : η πληροφορία διακινείται γρήγορα και εκ του ασφαλούς, το κόστος προσωπικού μειώνεται, οι ημέρες παραμονής των αποθεμάτων ελέγχονται.
Η παραγωγική διαδικασία, ταυτιζόμενη με την καινοτομία, εγκιβωτίζει πλεονάζουσα γνώση – παρ’ όλα αυτά, ο συνδυασμός πράσινων μεθόδων παραγωγής και ψηφιακών εργαλείων, πιθανόν καταρχάς, να αποτελεί ένα παίγνιο μηδενικού – αθροίσματος. Αυτό όμως δεν αναιρεί τις πολυάριθμες αλλαγές που θα επέλθουν (επενδύσεις σε νέα μηχανήματα και εγκαταστάσεις, μείωση προσωπικού, αλλαγή τεχνικών προδιαγραφών). Με την απόσβεση δε της επένδυσης, συγκεντρώνεται πραγματικό πλεόνασμα αξίας καθώς στο τελικό αποτέλεσμα προστίθενται οι δημιουργούμενες οικονομίες κλίμακας.
Η διαχείριση των ανθρώπινων πόρων υπό το πρίσμα βιώσιμων πρακτικών, αναδομεί την εταιρική κουλτούρα και αποκρυσταλλώνει το εταιρικό όραμα. Από πλευράς επιχείρησης, οι διαχειριστές ανθρωπίνου δυναμικού, οφείλουν να αποκτήσουν άμεση επαφή με το στρατηγικό σχεδιασμό, επισημαίνοντας όλα τα πιθανά σημεία συρροής επιπτώσεων, ανάμεσα στην υιοθέτηση βιώσιμων πολιτικών ανάπτυξης και άμεσων επιπτώσεων – του σχεδιασμού αυτού – στους υπαλλήλους της εταιρείας. Παρά ταύτα, το εργαλείο που βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας, είναι η αξιολόγηση του προσωπικού. Η στοχοθεσία υποχρεούται να καταστεί μετρήσιμη – όσο αυτό είναι εφικτό – ώστε να δημιουργηθεί ο άξονας «απόδοση υπαλλήλου – μισθολογικές απολαβές» σε όσο το δυνατόν αντικειμενικότερες βάσεις. Παράλληλα, και προκειμένου να διαποτιστεί με αξία όλο το εταιρικό αρχιτεκτόνημα – η ειδικευμένη εκπαίδευση, καθώς και η στοχευμένη στελέχωση των θέσεων, αποτελούν συνθήκες επιτυχούς εφαρμογής.
Σε περίπτωση που μια επιχείρηση δραστηριοποιείται σε περιφερειακή γεωγραφική θέση, αυτό σημαίνει είτε πως στο σημείο αυτό βρίσκονται συγκεκριμένοι και αναγκαίοι φυσικοί πόροι, είτε πως οι δημόσιες αρχές επιτρέπουν την εκεί εγκατάσταση μέσω των επιτρεπόμενων χρήσεων γης, είτε ένα συνδυασμό των δύο. Σε κάθε περίπτωση, η τοπική κοινωνία εισπράττει ένα επαμφοτερίζον δεδομένο : από τη μια πλευρά, αποκτάται εισόδημα μέσω της άμεσης και έμμεσης απασχόλησης ανθρώπινων πόρων. Από την άλλη όμως, πλήττεται το φυσικό περιβάλλον και – πιθανόν, μεσομακροπρόθεσμα – η υγεία των απασχολουμένων. Σε πολλές περιπτώσεις βέβαια, η νομοθεσία έχει ήδη υποχρεώσει την επιχείρηση σε συγκεκριμένες ενέργειες (αποκατάσταση φυσικού περιβάλλοντος, κανονιστικά πλαίσια για την υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζομένων). Ωστόσο, ακόμη και με αυτές τις παρεμβάσεις, μια εταιρεία οφείλει να επιστρέφει το μέρισμα εκείνο από την απόδοση που εγγράφει, συμβιώνοντας με την τοπική κοινωνία. Εξασφαλίζει έτσι, επιπλέον ποιότητα από την εργασία και τις υπηρεσίες που λαμβάνει και ταυτόχρονα, διαφυλάττει το αδιατάρακτο του going concern. Εμπράκτως δε, αποδεικνύεται η ιδιαίτερη βαρύτητα που επιφέρει η συνύπαρξη επιχειρηματικότητας – κοινωνικών αναγκών.
Τελευταίο – αλλά επ’ ουδενί έσχατο – η συνολική αναθεώρηση και επανεξέταση της Διαχείρισης Κινδύνων και του βαθμού Κανονιστικής Συμμόρφωσης. Οι άξονες δράσεις έχουν ως εξής :
Δραστικός περιορισμός των επιπτώσεων από αθέμιτες ή / και παράτυπες έως και παράνομες πρακτικές, με τελικό στόχο την προστασία παραγωγών και καταναλωτών. Εκπόνηση ενός μεσο-μακροπρόθεσμου πλαισίου κανόνων λειτουργίας, ώστε οι επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται επιτυγχάνοντας ουδέτερα ή και θετικά αποτυπώματα αναφορικά με το περιβάλλον και την κοινωνία. Άμεση συνδρομή στο σχηματισμό απτής προστιθέμενης αξίας, ικανής αφ’ εαυτού της να δημιουργήσει εταιρικό πλούτο και να επιβάλει νέους κανόνες επιχειρηματικής ηθικής και κουλτούρας.
Παρόλα αυτά, όλα τα παραπάνω, πως υποστηρίζονται θεσμικά και στην πράξη; Η απάντηση είναι απλή : Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υλοποίηση συγκεκριμένης στοχοθεσίας έως το 2050 (η οποία διέρχεται από μια μεγάλη σειρά υποστόχων – οροσήμων όπως είναι η μείωση των εκπομπών ρύπων κατά 55% έως το 2030[6] ή απαγόρευση από το 2035 [7]οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης), οδηγεί μονοσήμαντα την Αγορά σε – τουλάχιστον – θεμελιώδη αλλαγή των βασικών παραμέτρων του παραγωγικού μοντέλου. Επιπλέον, η διαρκώς επελαύνουσα Ψηφιακή Μετάβαση, αναθεωρεί – και σε κάποιες αρκετές περιπτώσεις καταργεί – διαδικασίες και υποχρεώσεις, με συνέπεια οι εταιρείες να οδεύουν σε μεθόδους αειφορίας πειθαναγκαζόμενες από τις ίδιες τις συνθήκες. Τέλος, σε επίπεδο εγχώριας Αγοράς, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκλείει κάθε πιθανότητα παρέκκλισης από τα όσα σχεδιάζονται και αρχίζουν να υλοποιούνται.
Ουσιαστικό ρόλο, τέλος, στη συμβολή για τη μετάβαση των επιχειρήσεων και των οικονομικών διευθύνσεων στα νέα δεδομένα αποκτά η ενημέρωση και εκπαίδευση των στελεχών, έτσι ώστε να επιτευχθεί η αποτελεσματική́ λειτουργία του νέου κανονιστικού́ πλαισίου προς όφελος της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας. Καινοτομικοί εκπαιδευτικοί θεσμοί όπως αυτός του CSR School που πραγματοποιείται με επιτυχία τα τελευταία 4 χρόνια, το CSR Hellas σε συνεργασία με το Alba Graduate Business School, The American College of Greece και το Πανεπιστήμιο Κρήτης, μπορούν να στηρίξουν ουσιαστικά τους ενδιαφερομένους, προκειμένου να λάβουν πιστοποιημένη, έγκυρη και απτή γνώση. Η εταιρεία Capa Epsilon δε, της οποίας έχω την τιμή να ηγούμαι, διατηρεί συγκεκριμένη εργαλειοθήκη υλοποίησης μεταβάσεων, υπό τη σκέπη του προγράμματος Transition Accounting, αντικείμενο του οποίου είναι ο ολιστικός σχεδιασμός και μετατροπή ενός οργανισμού, σε φορέα Βιώσιμης Ανάπτυξης και Αειφορίας.
[1] Ο όρος «ανάπτυξη» χρησιμοποιείται με την έννοια που του αποδίδουν τα Θεωρητικά Οικονομικά (ΣτΑ)
[2] worldometers.info
[3] World Bank, Data Catalog
[4] World Bank, Data Catalog
[5] Ο όρος εμφανίστηκε επίσημα το 1980 στην έκδοση World Conservation Strategy: Living Resource Conservation for Sustainable Development, προϊόν συνεργασίας των Ηνωμένων Εθνών, της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (IUCN) και του διεθνούς κυβερνητικού οργανισμού, Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF).Είναι δε ταυτόσημος με τους όρους «αειφόρος ανάπτυξη» και «αειφορία»
[6] Βλέπε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
[7] Βλέπε σχετικό Δελτίο Τύπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (14 Φεβρουαρίου 2023)
Δείτε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε εδώ