Την 5η Ιουλίου 1687 ο Κόσμος σχηματοποιήθηκε πλήρως. Οι πυκνογραμμένες σελίδες της ” Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica” του Σερ Άιζακ Νιούτον, απετέλεσαν το πλέον στέρεο επιστημονικό υπόβαθρο, επί του οποίου οικοδομήθηκε ο επερχόμενος “αιώνας της λογικής”. Συνέπεια δε της περιόδου αυτής, υπήρξε η φρενήρης τεχνολογική πρόοδος, η οποία με τη σειρά της άλλαξε δραματικά το σύνολο των οικονομικών και κοινωνικών δομών του τότε κόσμου. Εκατόν δυο χρόνια μετά, η Μεγάλη Αστική Γαλλική Επανάσταση , επιβεβαίωσε τη δυναμική όλων αυτών των αλλαγών, αλλά και το αναπόφευκτο της γένεσης μιας Νέας Εποχής και Τάξης, τις Πύλες της οποίας η ανθρωπότητα ετοιμαζόταν να διαβεί, με οριστικές ιστορικές συνέπειες.
Ωστόσο, το ορόσημο της κυκλοφορίας της Principia δεν εξαντλήθηκε στα πρακτικά όρια των εφαρμοσμένων μαθηματικών και της ασκούμενης μηχανικής. Ίσως δε η μεγαλύτερη των συνεισφορών της, να υπήρξε η θεμελιώδης διασύνδεση του θεωρητικού της φορτίου με έναν ανατρεπτικό – μεθοδολογικά – αναστοχασμό της κατανόησης των πάντων : εννοιών, ιδεών, φυσικών φαινομένων, ακόμη όμως και κοινωνικών μεταβολών ή οικονομικών ανατροπών. Μια αργή διαδικασία που ξεκίνησε από Αρχαία Κλασσική Φιλοσοφία, έφθασε , συμβολικά, εκείνο το Σάββατο του Ιουλίου, του 1687, στην πλήρη ωρίμανση της, προσφέροντας το απόλυτο εργαλείο, σε κάθε θεωρητική αναζήτηση. Άθελά του, ο Κόσμος υποκλίθηκε στην έννοια της Γραμμικότητας.
Στο καταπληκτικό του έργο για τους φιλόσοφους -όπως τους αποκαλεί – του Οικονομικού Κόσμου (The Worldly Philosophers : The Lives, Times and Ideas of the Great Economic Thinkers / 1953, Simon & Schuster), ο οικονομολόγος Ρίτσαρντ Λ. Χειλμπρόνερ , αποδίδει στο τρίτο κεφάλαιο τον γλαφυρό τίτλο “The Wonderful World of Adam Smith“. Φυσικά, η αποτύπωση – έστω και σε απολύτως θεωρητικό επίπεδο – του οικονομικού και επιχειρηματικού κυκλώματος των μέσων του 18ου αιώνα, μακράν απείχε από την περιγραφή ενός “υπέροχου κόσμου”. Κι όμως ! Στο ξεκίνημα τους, τα οικονομικά ως επιστήμη, δεν βασίστηκαν παρά στην ευρύτερη Νευτώνεια κοσμοαντίληψη : y = αx + β. Αυξάνεις τη ζήτηση, ανεβαίνουν οι τιμές, πέφτει το κόστος παραγωγής, αυξάνει το κέρδος. Αντιθέτως, εάν οι τάσεις είναι αντίστροφες, τα αποτελέσματα βρίσκονται στον αντίποδα. Πραγματικά, ένας θαυμάσιος (βλέπε προβλέψιμος) κόσμος !
Η γραμμική μεθοδολογία απλώθηκε και σε άλλες πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας (φορολογία, δημοσιονομικός και νομισματικός σχεδιασμός) με ταχύτητα. Έως τις χρονικές παρυφές της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, υπήρχε δεδομένη μια εννοιολογική ταυτοποίηση της γενικής οικονομικής μηχανικής με την ανάλογη εφαρμοσμένη τεχνολογική – παραγωγική. Ως κεντρική ιδέα, τα δύο σχήματα υπάκουαν στις ίδιες λογικές δομές. Όλες τους γραμμικού περιεχομένου. Η αποδοχή δε της γραμμικής αντίληψης των πραγμάτων, υπήρξε οριζόντιας αποδοχής. Ο κλασσικός, αλλά και εν συνεχεία ο πλήρης εφαρμοσμένος μαρξισμός, ενστερνίστηκε ολοκληρωτικά το εν λόγω σχήμα. Άλλωστε ο κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός, απαιτούσε αναγκαστικά παραδοχές με έντονη γραμμική φυσιογνωμία, προκειμένου να καταστεί εκτελέσιμος. Χαρακτηριστική ένδειξη υπήρξε, στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο αδήριτος δεσμός ανάμεσα σε οποιαδήποτε εκπαιδευτική θετική κατεύθυνση και στα οικονομικά : οι σπουδές γεωπονίας ή η μελέτη των τεχνολογιών παραγωγής, ήταν απαραίτητο να συνοδεύονται από σοβαρά εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις.
Και ακριβώς επειδή η οικονομία προπορεύεται και η κοινωνία ακολουθεί, η Γραμμικότητα, αγκάλιασε ολόκληρο το σώμα της ανθρώπινης δραστηριότητας , στο διάβα του δεκάτου ενάτου , αλλά και σχεδόν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Οι Διεθνείς Σχέσεις, η ανάπτυξη των επιστημών και οι Τέχνες, υποκλίθηκαν στη Ευθύγραμμη Λογική. Είναι χαρακτηριστικό, πως ακόμη και ο πρώιμος σουρεαλισμός, δεν μπορούσε να ξεφύγει από μια γενικά αποδεκτή αρμονία. Η Σταύρωση του Σαλβαδόρ Νταλί (Corpus Hypercubus,1954) είναι μια απτή απόδειξη Λογικού Σουρεαλισμού – εάν φυσικά είναι δόκιμος ο όρος.
Ωστόσο, το τελικό συμπέρασμα κινείται στα όρια της ειρωνείας και πιθανόν τα ακουμπά, αφήνοντας ένα γενναίο αποτύπωμα : Η Γραμμική Λογική, η Ευθύγραμμη ανάγνωση και εφαρμογή των Ιδεών (ιδιαιτέρως όσον αφορά το οικονομικό πεδίο) αποθεώθηκε από τους μεγάλους ολοκληρωτισμούς. Και πιθανόν σε αυτούς οφείλει την πνευματική της μακροβιότητα. Παρά ταύτα, όταν η Κρίση του 1929 εμφανίστηκε, μια μικρή δόνηση ταρακούνησε το όλο αρχιτεκτόνημα. Αξίζει να θυμηθεί κανείς το τεράστιο άγχος που έπληξε τους οικονομολόγους της εποχής, με την ξαφνική εμφάνιση υψηλότατης ανεργίας – παραμέτρου που απουσίαζε παντελώς από το σύνολο των οικονομικών μοντέλων και θεωριών έως τότε. Εντούτοις, η σχετικά άμεση ανταπόκριση σε τεχνικό επίπεδο, σε συνδυασμό με τη γενικότερη ιστορική εκτόνωση και διόρθωση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, επανέφερε τις ευθύγραμμες αναγνώσεις. Αυτές, τέλος επιβεβαιώθηκαν με την κατοπινή, τεράστια ευημερία των μεταπολεμικών δεκαετιών. Η τελευταία πνευματική εφεδρεία της Γραμμικής Λογικής, ήταν τα Κεϋνσιανά Οικονομικά. Έως εκεί.
Και στο χώρο των ιδεών, η Φύση απεχθάνεται τα κενά. Η μακρά ηγεμονία της συνολικής Νευτώνειας αντίληψης, αμφισβητήθηκε όταν το 1905 και εν συνεχεία το 1915, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, εξέδωσε τις Θεωρίες της Ειδικής και Γενικής Σχετικότητας. Πέραν της αδιαμφισβήτητης επιστημονικής επανάστασης την οποία προκάλεσαν οι θεωρίες αυτές, σχηματοποίησαν για πρώτη φορά την έννοια της σχετικότητας. Από μόνη της αυτή η συζήτηση, πέραν και εκτός των μαθηματικών, και άλλων καθαρά θεωρητικών επιπτώσεων, οδήγησε σε έναν ολοκληρωτικό αναστοχασμό της συνολικής κοινωνικής και πολιτικής κατόπτευσης. Ταυτόχρονα, υπέκρυπτε και ένα μάλλον ενοχλητικό παρακολούθημα : Σε αντίθεση με τη Νευτώνεια τελειότητα, που καθησύχαζε με τη προβλεψημότητα της, η Θεωρία της Σχετικότητας αμφισβητούσε ακριβώς αυτό – ότι δηλαδή είναι εφικτή μια κάποιου μεγέθους γενική πρόγνωση των πραγμάτων. Ασφαλώς, μια τέτοια προοπτική, μόνον με αγωνία μπορούσε να γεμίσει – ειδικά – τους οικονομολόγους.
Μολαταύτα, η το ισχυρό δεδομένο του διπολικού μεταπολεμικού κόσμου, διασφάλισε επί σχεδόν μισό αιώνα το σαφή και ξεκάθαρο περιορισμό της Σχετικότητας, στα προκαθορισμένα επιστημονικά πλαίσια, για τα οποία και είχε πρωτογενώς μορφοποιηθεί. Στα χωρικά ύδατα των θεωρητικών οικονομικών, η Κεϋνσιανή ηγεμονία, τροφοδοτούμενη από τη Φιλελεύθερη και τη Μαρξιστική Ορθοδοξία, ένοιωθε πνευματικά αναντικατάστατη και πρακτικά μοναδική. Η κατάρρευση όμως της αριστερής πλευράς του τριγώνου, κλόνισε μοιραία όλο το κατασκεύασμα. Οι απαντήσεις που άμεσα έπρεπε να δοθούν, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, θύμισαν σε πολλούς την έννοια της Σχετικότητας. Τώρα πλέον, η χάραξη των κάθε είδους πολιτικών, δεν απαιτούσε τη χρήση τεχνολογικών και παραγωγικών συσχετισμών με συγκεκριμένο οικονομικό αντίκτυπο, αλλά τη συνεκτίμηση ιδιαιτέρων ιστορικών (θρησκευτικών, κοινωνικών, παραδοσιακών και άλλων συναφών) ιδιαιτεροτήτων, με αβέβαιες οικονομικές συνέπειες. Αξίζει να μνημονεύσει κανείς τον εμφύλιο πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ώστε να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της εννοιολογικής διαφοροποίησης.
Σήμερα, με την οικονομική κρίση του 2008 να έχει υπαρκτές ακόμα συνέπειες σε μεγάλο αριθμό εθνικών οικονομιών, η Γραμμικότητα του παρελθόντος βρίσκει εύφορο έδαφος για να ασκήσει αρκετή από την δεδομένη γοητεία της. Η συγκυρία που βιώνουμε στη χώρα μας, είναι ένα γλαφυρό παράδειγμα. Η Πολιτική Οικονομία ως έννοια και γνωστικό πεδίο που βοηθά στην κατανόηση και εν συνεχεία εύρεση των εργαλείων που θα οδηγήσουν σε λύσεις, εξακολουθεί να παραγκωνίζεται προς χάρη της Οικονομικής Πολιτικής, της διαχείρισης δηλαδή του Σήμερα ουσιαστικά με όρους του παρελθόντος. Μάλιστα δε η χρήση παρελθοντικών πλαισίων είναι αναγκαία καθώς η αμεσότητα των αναγκών του παρόντος άνευ υποδομών, μοιραία καλύπτεται μόνον με αυτό τον τρόπο. Η Γραμμικότητα δηλαδή επιστρέφει από την πίσω πόρτα, με τίμημα όμως την απόλυτη περιφρόνηση των όσων ισχύουν σήμερα. Παράδειγμα : πόσο εφικτό είναι να σχεδιάζεις βιομηχανική πολιτική με βάση την προστατευόμενη μισθωτή εργασία όταν ο συνολικός καταμερισμός της εργασίας εδρεύει σήμερα στην Νοτιοανατολική Ασία; Ή κατά πόσον είναι πραγματοποιήσιμη η διατήρηση άπειρων κανονιστικών πλαισίων, σε μια παγκόσμια οικονομία που ασφυκτιά συνευρισκόμενη με τέτοιους όρους ;
Φυσικά αυτό είναι ένα και μόνον μικρό και ελάχιστο παράδειγμα. Αποκαλύπτει όμως το μέγεθος του λάθους στη γενικότερη στόχευση. Ουσιαστικά δεν αντιπαλεύεται ο Οικονομικός Φιλελευθερισμός τον Κρατικό Σχεδιασμό, αλλά η (αναγκαστικά υπαρκτή) Σχετικότητα, την (απλοϊκά παραπλανητική) Γραμμικότητα. Σε όλη αυτή τη διαπάλη, υπάρχει ένα και μόνον πρόβλημα : ότι το Νέο πάντοτε υπερισχύει του Παλαιού. Θεωρώντας τη Σχετικότητα ως συνέχεια και παράγωγο της Γραμμικότητας, ένα πελώριο τμήμα του σημερινού κόσμου φαίνεται να επιλέγει ευχάριστα την οπισθοδρόμηση.