Διαχειριστή Εταίρου, Capa Epsilon ΙΚΕ
Η εμφάνιση του πληθωρισμού, μετά από πέντε σχεδόν δεκαετίες – στην περίπτωση της Ελλάδας μετά από τρεις – εμφανίστηκε στη διεθνή Αγορά, αποτελώντας έναν επιπλέον παράγοντα, επιβάρυνσης της επιχειρηματικότητας. Μπορεί να μην έχει δομικά – βλέπε μόνιμα – χαρακτηριστικά, ωστόσο, προστιθέμενος στην ανεμική ρευστότητα των εταιρειών και στις συνθήκες αβεβαιότητας λόγω συγκυρίας, συντελεί στη σύνθεση ενός προβληματικού οικονομικού μίγματος.
Η πληθωριστική απειλή, θέτει σε σοβαρότατους κινδύνους σε όλους. Το πολιτικό προσωπικό καλείται να λειτουργήσει θεσμικά, προστατεύοντας όσες περισσότερες κοινωνικές και οικονομικές ομάδες, μπορεί. Οι ιδιώτες – είτε ως αυτοαπασχολούμενοι είτε ως μισθωτοί – δυσανασχετούν αντιμετωπίζοντας διαρκή φαινόμενα ακρίβειας σε κάθε είδους ανάγκης τους. Τέλος, οι επιχειρηματίες πιέζονται από τρεις κατευθύνσεις :
Από τη μια, οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται για τις αμοιβές τους, από την άλλη, το κόστος των πρώτων υλών – ειδικά εάν αυτές διαμορφώνονται χρηματιστηριακά – εκτινάσσεται και τέλος, οι καταναλωτές περιορίζουν τη ζήτηση, καθώς οι αγοραστικές δυνατότητες τους τείνουν σε οριακό σημείο.
Από τα παραπάνω, προκύπτει πως ο σοβαρός ασθενής αυτής της συγκυρίας, είναι – και πάλι οι επιχειρήσεις. Ουσιαστικά, καλούνται τόσο να βρουν μια βιώσιμη λύση όσο και την εφαρμόσουν αποτελεσματικά – μάλιστα δε, δίκην επιβίωσης.
Τρόποι αντίδρασης των επιχειρήσεων
Η εργαλειοθήκη ανάσχεσης του πληθωρισμού για έναν επιχειρηματία σήμερα, διέρχεται από δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
– Πρώτον, την ύπαρξη ολοκληρωμένης ή σχετικά πλήρους απεικόνισης του επιπέδου διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης
– Δεύτερον, η ύπαρξη δομημένου ενδοεπιχειρησιακού πλαισίου μεσομακροπρόθεσμων προγνωστικών μοντέλων (ουσιαστικά μια οργανωμένη ομάδα εκπόνησης προϋπολογιστικών στοιχείων, και διοικητικής πληροφόρησης)
Εφόσον, η περιγραφή και η αξιολόγηση των παραπάνω δεδομένων κριθεί ικανοποιητική και λειτουργική, η εταιρεία μπορεί να προχωρήσει στην επιλογή των κατάλληλων μεθόδων, που θα περιορίσουν τις πληθωριστικές επιπτώσεις και την επικείμενη εκροή πόρων.
Η πρώτη δέσμη εργαλείων, περιλαμβάνει τη χρήση κλασικών χρηματοοικονομικών προϊόντων. Ο επιχειρηματίας μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε εργαλεία ρευστότητας (cash instruments) όπως ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια, καταθέσεις, commodities), σε παράγωγα (interest rate swap, futures & options, forwards) και σε επενδύσεις μέσω συναλλάγματος. Οριζόντιο χαρακτηριστικό όλων αυτών των λύσεων αποτελεί η προϋπόθεση προσδιορισμού του χρονικού βάθους απόδοσης από πλευράς επιχείρησης σε συνδυασμό με την τήρηση μιας αρχιτεκτονικής διασποράς των επενδύσεων, ώστε να περιοριστεί δραστικά ο αθροιστικός κίνδυνος.
Από διαχειριστικής άποψης, η χρήση χρηματοοικονομικών προϊόντων ως αντιστάθμιση έναντι ενδεχόμενων ζημιών δίκην αύξησης των τιμών κόστους, αποτελεί επιλογή που απαιτεί λεπτομερή εξειδίκευση και συνεχή παρακολούθηση. Παράλληλα δε, η επιχείρηση οφείλει να υιοθετήσει τις ανάλογες λογιστικές πολιτικές αντιστάθμισης.
Ωστόσο, υπάρχει μια δεύτερη δέσμη βοηθημάτων που έχουν τη δυνατότητα, όχι μόνον να αντισταθμίσουν πιθανές πληθωριστικές απώλειες κάθε είδους, αλλά κα να αποκαλύψει δυνητικούς θύλακες διαρροής υλικών και μη πόρων (resources leak spots) ικανούς να προκαλέσουν, ακόμη και βραχυπρόθεσμα, σημαντικά επιπλέον λειτουργικά προβλήματα. Η βάση αυτής της προσέγγισης διαμορφώνεται από το βαθμό ευθυγράμμισης του εταιρικού risk management με τα δεδομένα της οικονομικής συγκυρίας. Παράλληλα, οφείλουν επικαιροποιηθούν ή να διαμορφωθούν από μηδενικής βάσης :
- η Στρατηγική Διαχείρισης Κόστους (Strategic Cost Management)
- Το πλαίσιο Αξιολόγησης Ευκαιριών (Opportunity Assessment)
- Σχεδιασμός των Ροών Εργασίας (workflows) και των Εσωτερικών Επιχειρηματικών Διαδικασιών (business politics & processes)
Ολοκληρώνοντας το σχεδιασμό αυτών των τριών βασικών υποστηρικτικών παραγόντων, αποκαλύπτεται το ακριβές περιθώριο των – χρηματικών – κυρίως πόρων που εκφεύγουν από την εταιρεία, δημιουργώντας χρηματοδοτικό κενό.
Το κενό αυτό, εάν δεν εντοπιστεί, εκτός του ότι καθίσταται δεδομένο, αυξάνει, τόσο λειτουργικά όσο και διαχειριστικά, καθώς ο επιχειρηματίας, αγνοώντας που πραγματικά σημειώνεται διαρροή, είτε θα δανειστεί – πληρώνοντας τόκους – είτε θα αναδομήσει την παραγωγή – απολύσεις, αγορά φθηνότερων πρώτων υλών, περιορισμός προσφοράς – είτε θα καταφύγει σε αύξηση της τιμής πώλησης των προϊόντων του. Και τα τρία ενδεχόμενα, καταδικάζουν την επιχείρηση, σε παραμονή της σε συνθήκες ανωμαλίας.
Αντίθετα, εάν, η εταιρεία προχωρήσει σε αναδιαμόρφωση των Διαχειριστικών Υποδομών της, μπορεί, με μεγαλύτερη ασφάλεια, να χρησιμοποιήσει συνδυαστικά ένα σετ χρηματοοικονομικών προϊόντων αντιστάθμισης, επιτυγχάνοντας, όχι απλώς την ανάσχεση των επιθετικών επιδράσεων της αύξησης των τιμών κόστους, αλλά μεγιστοποιώντας τα οφέλη της, μετατρέποντας την οδυνηρή οικονομική συγκυρία σε περιουσιακό στοιχείο.
Φυσικά, η σύνθεση των παραγόντων αντιμετώπισης του προβλήματος, διέρχεται και από άλλες ατραπούς, όπως η πολιτικές προσέγγισης των πελατών – αποφυγή του πειρασμού υπέρμετρης αύξησης των τιμών και διατήρηση της ποιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών – αλλά και η επιμονή στην παραγωγή περιορισμένου περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Η συμμετοχή τέτοιων ποιοτικών συστατικών στις προδιαγραφές της παραγωγής και προώθησης αγαθών, μεσομακροπρόθεσμα, δημιουργεί αξία, ώστε σε επόμενες κρίσεις, η θεραπεία να επέρχεται αυτοματοποιημένα και ηπιότερα.
Το ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία, πιθανόν να αποτελεί μια παρωχημένη φράση. Όταν όμως δημιουργεί κέρδη, ποιος νοιάζεται;
Δείτε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε εδώ στην έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας “Παραπολιτικά” (25 Φεβρουαρίου 2023)