Από το (πάντοτε αόριστο χρονικά) ξεκίνημα της δυσμενούς τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, ανάμεσα σε όλα όσα γράφονται και λέγονται, σταθερή θέση επέχει η σύγκριση της κρίσης του 2008 με εκείνην του 1929. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι απόλυτα αναμενόμενο και θεμιτό, καθώς μια σύγκριση ανάμεσα σε δύο φαινόμενα αποτελεί τη βάση για την εξήγηση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, διαμορφώνοντας έτσι τους αντίστοιχους οδικούς χάρτες επίλυσης των προβλημάτων που παρουσιάζονται. Η εξαιρετικά ορθολογική αυτή μεθοδολογία ξεκινά από την όσο το δυνατόν ακριβέστερη και αντικειμενικότερη επιμέτρηση και απεικόνιση της φυσιογνωμίας του ιστορικού γεγονότος, στη βάση του οποίου θα τοποθετηθεί το συγκρινόμενο, δηλαδή το τρέχον. Σημειωτέον δε ότι το τρέχον αυτό γεγονός, εξελίσσεται διαρκώς και μάλιστα μέρος της μετάλλαξης του μπορεί να οφείλεται και στη συγκριτική διαδικασία. Συνεπώς η ακρίβεια με την οποία συγκρίνουμε, κατόπιν οδηγούμαστε σε συμπεράσματα και τέλος προτείνουμε λύσεις, έχει τεράστια σημασία. Στην περίπτωσή μας, η δουλεία αρχίσει από το προφίλ της κρίσης του 1929.
Η οικονομική κρίση του 1929, για μια σειρά από αντικειμενικούς λόγους, θεωρώ πως πάντοτε θα αποτελεί σημείο αναφοράς στη συζήτηση για σχετικά γεγονότα. Οι λόγοι δεν είναι τόσο τεχνικοί, όσο κυρίως ιστορικοί και ψυχολογικοί : Η κατάρρευση της χρηματαγοράς στη Νέα Υόρκη την περίφημη “Μαύρη Πέμπτη” της 24ης Οκτωβρίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πιο ανάγλυφο πρελούδιο για την κατοπινή προέλαση των ολοκληρωτισμών των οποίων η ιστορική και αναπόφευκτη σύγκρουση με την ήδη επικρατούσα στη Δύση Φιλελεύθερη Δημοκρατία, κατέληξε στα αιματηρότερα πεδία των μαχών που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Καλώς ή κακώς, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, είχε αφήσει τεράστιες εκκρεμότητες, και σχεδόν κατά το ήμισυ, αυτές σχετίζονταν με το εμπόριο και την εν γένει Διεθνή Οικονομική διαδικασία. Εκείνη την Πέμπτη, ενεργοποιήθηκαν οι μηχανισμοί που τελικά θα τακτοποιούσαν σχεδόν 15 χρόνια μετά όλα αυτά τα κενά. Επιπλέον δε, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το απότομο αυτής της κατάρρευσης : Δεν χρειάστηκαν παρά μόνον λίγες ημέρες, ώστε να συντριβεί ο κόσμος όπως αυτός είχε δομηθεί από τα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνα και μετά.
Σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν στην κατακρήμνιση, κατά τη γνώμη μου την απάντηση έχει δώσει ήδη η περίφημη Αυστριακή Σχολή : θα πρέπει να αναζητηθούν στην αλόγιστη πιστωτική επέκταση στην οποία είχε επιδοθεί η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Τα πάντα έχουν μια αξία. Προφανώς και το χρήμα. Όταν λοιπόν αυτό (το χρήμα) προσφέρεται ταχύτερα από όσο αποδίδει η τοποθέτηση κάθε μονάδας του, πληθωρίζεται. Αποτέλεσμα είναι να χάνει μέρος της αξίας του. Η απώλεια αυτής της αξίας φθάνει στην αγορά με τη μορφή της ανατίμησης των αγαθών και των υπηρεσιών. Η προσφορά γίνεται ακριβότερη. Η ζήτηση προκειμένου να την καλύψει, πρέπει να ανταποκριθεί σε υψηλότερα κόστη. Αυτό όμως δεν είναι τελικά εφικτό. Συνεπώς η προσφορά μένει ακάλυπτη, η παραγωγή μειώνεται δραματικά και άρα απελευθερώνει πόρους . Οι πόροι αυτοί ταυτίζονται κυρίως με τη μείωση του εργατικού δυναμικού : Την ανεργία.
Το συμπέρασμα της εμπειρίας του 1929 ήταν ακριβώς αυτό : Το Σύστημα, έτσι όπως θεωρητικά είχε δομηθεί από καταρτίσεως του μέσα από τα γραπτά των θεωρητικών της Κλασσικής και της Νεοκλασσικής Σχολής, όριζε πως υπήρχε Σημείο Ισορροπίας, καθώς ο κετροβαρικός του παράγων, ήταν η ζήτηση : η προσφορά επείχε χαρακτήρα εξαρτημένης μεταβλητής, προσαρμοζόμενη στη ζήτηση. Η δε εργασία ως παραγωγικός συντελεστής, λειτουργούσε πάντοτε σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Αρκούσε λοιπόν μια μικρή προσφορά σε συνθήκες περιορισμένης ζήτησης, ώστε να ισορροπήσουν τα αντίρροπα βάρη. Η “ασθένεια” του 1929, λοιπόν – η ανεργία – αντιμετωπίστηκε με Δημοσιονομική Επέκταση : Οι Δημόσιες Δαπάνες αυξήθηκαν κατακόρυφα με στόχο την απορρόφηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου όγκου από το πλεόνασμα του εργατικού δυναμικού. Άλλωστε, δημοσιονομικά η δυνατότητα υπήρχε. Τα μακροοικονομικά μεγέθη της Αμερικάνικης Οικονομίας επέτρεπαν την εφαρμογή τέτοιας φυσιογνωμίας πολιτικών. Επίσης, η αναμόρφωση βασικών πτυχών σε Νομισματικό επίπεδο, εξορθολόγησαν την προσφορά χρήματος, προσφέροντας στο συνολικό πλαίσιο τις αναγκαίες στηρίξεις.
Εάν κάποιος επιθυμούσε να αποδώσει έναν ιδιαίτερο αλλά και ολοκληρωμένο χαρακτηρισμό στην Κρίση του 1929, το επίθετο που θα τον κάλυπτε με τη μεγαλύτερη δυνατή θα ήταν “γραμμική”. Δηλαδή εξίσωση ενός αγνώστου (βλέπε ανεργία).
Η Σημερινή Συγκυρία, σίγουρα δεν είναι γραμμική. Επιπλέον δε, το ίδιο το Κράτος έχει οικονομικά και θεσμικά χρεοκοπήσει, μη μπορώντας να αναλώσει “λίπος” σε επεκτεινόμενες Δημόσιες δαπάνες. Επίσης, η δυστοκία στην αντιμετώπιση της εδράζεται σε δομικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής οικονομικής φιλοσοφίας και κουλτούρας. Και σίγουρα δεν είναι αποτέλεσμα δυσλειτουργίας του καθεαυτό (Οικονομικού) Συστήματος. Έχω κατασταλαγμένη την άποψη πως πρόκειται για μια κατάσταση, την οποία έθρεψαν δύο σημαντικότατες παράμετροι :
Η πρώτη συνιστώσα είναι ιστορική. Είναι η ουσιαστική αδυναμία του Ευρωπαϊκού Πολιτικού Συστήματος, να αντιληφθεί ότι η επιλογή του δρόμου της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης (πόσο μάλλον η Ιδέα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης), περνάει από την εγκατάλειψη της έννοιας του Έθνους – Κράτους, τουλάχιστον με τον ορισμό που αυτή είχε έως και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Χώρος είναι ρευστός πλέον. Έχει όμως το χαρακτήρα εξαρτημένης μεταβλητής. Ο Χώρος είναι (πολιτικά) πλήρως διαχειρίσιμος. Αρκεί να αντιληφθούν, κυρίως οι Γερμανοί ότι δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται η κοινοτική αλληλεγγύη από την προσήλωση στο σκληρό ευρώ. Δεν είναι εφικτή η μετεξέλιξη της Νομισματικής Ένωσης σε Πολιτική Ενοποίηση, χωρίς την αποδοχή των πρωτείων του Ευρωπαϊσμού, έναντι του όποιου «Γερμανισμού» ή (ευρύτερα) «Αγγλοσαξονισμού». Το κενό αυτό είναι εξόχως προβληματικό. Και η φύση (ή η ζωή αν προτιμάτε), απεχθανόμενη τα κενά, μπορεί να πάρει τις δικές της πρωτοβουλίες, προλαβαίνοντας την ηγεσία της Ε.Ε. .
Η δεύτερη συνιστώσα έχει δυναμικό χαρακτήρα. Μορφοποιείται στη δυνατότητα του Κεφαλαίου να μετακινείται με αστραπιαία ταχύτητα εντός του Χώρου (των κρατών), ξεπερνώντας με ευκολία πλέον τους συνοριακούς ελέγχους. Στο μοντέλο μας σχηματοποιείται με την έννοια του Χρόνου. Και εδώ είναι το πρόβλημα : Ο Χρόνος είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή. Δεν περιμένει κανένα. Ορίζεται μόνος του. Μπορεί να τιθασευτεί; Ίσως. Αλλά, βασική προϋπόθεση για την διαχείριση του Χρόνου είναι ο ορισμός του Χώρου.
Με δύο απλά λόγια : Η ταχύτητα διακίνησης του Κεφαλαίου είναι αντιστρόφως ανάλογη της δυνατότητας διαχείρισης της με βασικό εργαλείο του μηχανισμούς μιας (οποιασδήποτε) Εθνικής Οικονομίας.
F(x) = x / y
Όπου x = Χώρος (το πεδίο οικονομικής δραστηριότητας ως Εργαλείο διαχείρισης του προβλήματος – επιβολή Εθνική Δημοσιονομικής Πολιτικής vs Ενιαία Ευρωπαϊκή Δημοσιονομική Πολιτική). Πεδίο Ορισμού του x = [0,1] όπου 0 = δράση χωρίς καμία ενιαία Δημοσιονομική Πολιτική και 1 = ενιαία ευρωπαϊκή Δημοσιονομική Πολιτική.
Όπου y = Χρόνος (Ταχύτητα κίνησης του Κεφαλαίου). Πεδίο Ορισμού του y = [0,1] όπου 0 = αδρανές δεσμευμένο κεφάλαιο και 1 = πλήρως απελευθερωμένο κεφάλαιο. Ουσιαστικά, οι επικρατούσες οικονομικές συνθήκες ορίζουν ότι το y ≈ 1.
Η εξίσωση F(x) ορίζεται επίσης σε ένα χώρο από [0,1]. Όπου F(x) = 0, τότε η οικονομία δρα σε επίπεδο τοπικό (τείνει να έχει κλειστό χαρακτήρα). Εάν τείνει στο 1, σημαίνει ότι η Δημοσιονομική ευρύτητα στην εφαρμογή, μειώνει την ταχύτητα κίνησης του κεφαλαίου καθώς αυτό, όπου και να τοποθετηθεί βρίσκει παρόμοιες συνθήκες. Συνεπώς παράγονται τα εξής δύο συμπεράσματα :
- Εάν δεχθούμε ότι το κεφάλαιο κινείται με μεγάλη ταχύτητα λόγω της κατάρρευσης όλων των περιορισμών στην κίνησή του (τουλάχιστον εντός Ευρωπαϊκής Ενώσεως αυτό είναι δεδομένο), τότε ο μόνος τρόπος να τιθασευτούν οι στρεβλώσεις που η ταχύτητα αυτή προκαλεί, είναι να δομηθεί ένα ενιαίο πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής όχι μόνον σε επίπεδο Ευρωζώνης, αλλά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενώσεως των 27. Πρακτικά ο δείκτης μας θα τείνει στην μονάδα.
- Εάν η παραπάνω συνθήκη δεν πληρωθεί, τότε ο δείκτης θα τείνει στο μηδέν. Οπότε το κεφάλαιο θα “αποφασίζει” κατά περίπτωση που θα εδρεύσει και συνεπώς που θα αποδώσει. Η πολιτική αυτή θα παράξει ετεροβαρή και ανισόρροπη ανάπτυξη.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί το εξής : η εφαρμογή μιας ενιαίας Δημοσιονομικής Πολιτικής, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως θα επικρατήσει πανευρωπαϊκά ένας κοινά αποδεκτός Κεϋνσιανισμός, με παροχές και αύξηση των Δημοσίων δαπανών. Το ευρωομόλογο ως το πιο χαρακτηριστικό εργαλείο για την άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής, στα πλαίσια της σημερινής οικονομικής πραγματικότητας, συνδέεται με την εκχώρηση της σύνταξης και εκτέλεσης του εθνικού προϋπολογισμού στις Βρυξέλες, με περεταίρω απορρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, με κατάργηση των κανονιστικών πλαισίων και με διακριτή μείωση των φορολογικών συντελεστών. Επειδή όμως η Οικονομική Πολιτική θα ασκείται σε επίπεδο Ε.Ε., οι πολιτικές ισορροπίες στο Ευρωκοινοβούλιο θα τακτοποιούν τη συμπόρευση με τις απαιτούμενες συνθήκες. Η ανεργία είναι σίγουρα ένας τεράστιος εχθρός στο σώμα της κοινωνίας και της οικονομίας. Όμως ο πληθωρισμός παράγει ανεργία. Κατά συνέπειαν η στενή παρακολούθησή του, εξασφαλίζει τη μελλοντική οικονομική συνέχεια, υπό συνθήκες ευημερίας. Οι Γερμανοί, ως οικονομικοί ηγέτες της Ευρώπης, θα πρέπει να αποδεχθούν πως τα Εθνικά Δημόσια Χρέη, είναι τα μέρη του συνολικού Ευρωπαϊκού (στα πλαίσια της Ε.Ε.). Από την άλλη μεριά, οι χειμαζόμενες από τη Συγκυρία οικονομίες (κυρίως του Νότου), θα πρέπει να αποδεχθούν πως οι πατερναλιστικές και κανονιστικές πολιτικές έχουν ανεπιστρεπτί χαθεί από τον ορίζοντα. Στα πλαίσια αυτά, ενός ιδιότυπου laisser-faire, το μέλλον φαντάζει πραγματικά καλύτερο.