Άρθρο του Στέφανου Κοτζαμάνη *
Την επιβολή περιορισμών μέσω δασμών στο διεθνές εμπόριο με την Κίνα, την Τουρκία, αλλά και με την Ευρώπη, οι Η.Π.Α. του Ντόναλντ Τραμπ την είχαν ουσιαστικά ξεκινήσει πολύ πριν την εμφάνιση του κορωνοϊού. Δεν ήταν μόνο οι επιβολές δασμών, αλλά και μια άλλη σειρά κινήσεων (π.χ. εξοντωτικά πρόστιμα προς ευρωπαϊκές εταιρείες) οι οποίες έδειχναν την ενόχληση των Η.Π.Α. για τις μεγάλες εισαγωγές ξένων προϊόντων και για τις παρενέργειες που είχαν προκαλέσει στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Αλήθεια είναι πως και οι χώρες της Ευρώπης παρακολουθούσαν με δυσφορία τη μεταφορά της δικής τους παραγωγής από την Γηραιά Ήπειρο σε χώρες της Μέσης και της Άπω Ανατολής, αλλά και στην Τουρκία.
Κοινή συνισταμένη σε Η.Π.Α. και Ευρώπη ήταν πως η σταδιακή «παραχώρηση» της μεταποίησης στο εξωτερικό και η επικέντρωση στον τομέα των υπηρεσιών είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια πολύ σημαντικών εισοδημάτων για τους πολίτες της Δύσης, την εμφάνιση ανεργίας, τις χαμηλότερες πραγματικές αποδοχές, την εκδήλωση πολιτικού κόστους για τις εκάστοτε κυβερνήσεις, την συχνή έξαρση του λαϊκισμού και γενικότερα την αμφισβήτηση (πολλές φορές εσφαλμένα) των ωφελημάτων που φέρνει στις οικονομίες και στις κοινωνίες η διαδικασία του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, η έλευση του κορωνοϊού πιθανόν να οδηγήσει σε περαιτέρω εξελίξεις, επιταχύνοντας την υλοποίηση στόχων που είχαν ληφθεί εκ των προτέρων. Οικονομικοί κύκλοι μάλιστα υποστηρίζουν πως πίσω από την έντονη πολιτική κόντρα που έχει ξεσπάσει μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας το τελευταίο χρονικό διάστημα σχετικά με την προέλευση και τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας του covid-19 υποκρύπτονται σαφείς οικονομικές σκοπιμότητες.
Ακόμη όμως και στην περισσότερο «ήπια» Ευρώπη έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για το αν τελικά θα πρέπει να παράγει τουλάχιστον ορισμένες κατηγορίες προϊόντων εντός της ηπείρου (π.χ. μάσκες και άλλα προϊόντα υγείας) προκειμένου να μην εξαρτάται από την Κίνα, ή ακόμη να παράγει και αυτή μέρος των προϊόντων προκειμένου να μην κινδυνεύει να διακόπτεται η εφοδιαστική της αλυσίδα, κάθε φορά που κάποια πανδημία ή άλλο έκτακτο γεγονός συμβεί στην Ασία.
Ένα δεύτερο παράλληλο μέτωπο που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά και να περιορίσει την εισαγωγική διείσδυση των ασιατικών προϊόντων στην Ευρώπη είναι το οικολογικό ζήτημα. Αλήθεια είναι πως οι επιστήμονες όλου του κόσμου κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας πως αν μέσα στις επόμενες δεκαετίας -ξεκινώντας από «σήμερα»- δεν γίνουν δραστικές αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία μέσα από την καθιέρωση μια «πράσινης οικονομίας», τότε οι συνέπειες για την ανθρωπότητα θα είναι καταστροφικές και ανεπανόρθωτες.
Ήδη η Ευρώπη έχει ξεκινήσει να κινείται έντονα προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση με πολιτικές που αφορούν τη μείωση του παραγωγικού αποτυπώματος, την αλλαγή του μίγματος των καυσίμων, κ.λπ., ενώ αντίθετα φαίνεται πως δεν έχουν κινηθεί στον ίδιο βαθμό ούτε η Κίνα, ούτε άλλες ασιατικές χώρες (της Τουρκίας μη εξαιρουμένης). Άρα, θα μπορούσε «να μπει στο τραπέζι των συζητήσεων» ένας δασμός στα εισαγόμενα προϊόντα από χώρες που δεν ενσωματώνουν «πράσινες» τεχνικές και διαδικασίες στην παραγωγή τους, άρα σε χώρες που διαθέτουν μειωμένο κόστος παραγωγής επειδή δρουν κατά το περιβάλλοντος.
Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν πως μετά την ομαλοποίηση της κατάστασης από την τρέχουσα πανδημία του covid-19, θα ξεκινήσει μια σειρά συζητήσεων και προβληματισμών σχετικά το θέμα της επιβολής περισσότερων περιορισμών στο παγκόσμιο εμπόριο.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι σε βάθος χρόνου από τη θέσπιση κάποιων περιορισμών στο διεθνές εμπόριο θα βγουν ζημιωμένοι, αν δεν καταφέρουν να αυξήσουν σημαντικά την παραγωγικότητά τους. Ήδη π.χ. στις Η.Π.Α., ορισμένες εισαγωγές έχουν γίνει ακριβότερες μετά την επιβολή των εισαγωγικών δασμών, χωρίς ουσιαστική αύξηση της εγχώριας παραγωγής, με αποτέλεσμα η αμερικανική κοινωνία μάλλον να ζημιώνεται, παρά να ωφελείται από την επιβολή των δασμών.
Ειδικότερα τώρα για την Ελλάδα, όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη αύξησης της συμμετοχής της μεταποίησης στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Αυτό όμως δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην επιβολή εισαγωγικών εμποδίων, αλλά κυρίως στην άρση ορισμένων βασικών αντικινήτρων που μέχρι σήμερα αποτρέπουν την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων: Υψηλό ενεργειακό κόστος, μεγάλες εργοδοτικές εισφορές, γραφειοκρατικά εμπόδια, καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, κ.λπ. Επίσης, η στήριξη της ευρωπαϊκής παραγωγής δεν μπορεί να αγορά το σύνολο των προϊόντων, αλλά συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες και επιπλέον τα όποια εισαγωγικά εμπόδια θα πρέπει να είναι περιορισμένης έκτασης, προσωρινού κατά κανόνα χαρακτήρα, «λογικά» και «δίκαια».
Αν τώρα αντίθετα, η προσπάθεια στήριξης της ευρωπαϊκής (άρα και της ελληνικής) παραγωγής αποκτήσει γενικό χαρακτήρα και βασιστεί κατά κύριο λόγο σε δασμούς, τότε είναι πολύ πιθανόν ότι οι απώλειες θα υπερκεράσουν τα όποια πρόσκαιρα οφέλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα αντιδράσουν με αντίστοιχα μέτρα και οι Κινέζοι, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για τις περιορισμένες σήμερα ελληνικές εξαγωγές προς τη χώρα αυτή.
Επιπλέον, η μείωση του εμπορίου Κίνας-Ευρώπης θα μειώσει τα οφέλη της Ελλάδας από το διαμετακομιστικό εμπόριο (βλέπε Ο.Λ.Π., σιδηροδρομικές μεταφορές, υπηρεσίες logistics). Τέλος, η επιδείνωση των σχέσεων με την Κίνα θα μπορούσε να περιορίσει τις τουριστικές ροές των Κινέζων, τις επενδύσεις τους σε κατοικίες μέσω της «χρυσής βίζας», αλλά και πολύ σημαντικές κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα σε μια σειρά άλλους τομείς της οικονομίας.
Με άλλα λόγια, είναι θεμιτό μια χώρα (και μια ήπειρος όπως η Ευρώπη γενικότερα) να επιθυμεί να αυξήσει το Α.Ε.Π. της και να περιορίσει την εξάρτηση της εφοδιαστικής της αλυσίδας από την Ασία, ωστόσο κάτι τέτοιο θα πρέπει να βασιστεί κυρίως σε όρους παραγωγικότητας και όχι κρατικών επιχορηγήσεων και θέσπισης δασμολογικών και λοιπών εισαγωγικών περιορισμών. Γιατί διαφορετικά, όχι μόνο θα επιδεινωθεί περαιτέρω το επίπεδο της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά επιπρόσθετα θα χαθούν ευκαιρίες ανάπτυξης μέσα από τη συμβολή της Κίνας στον τουρισμό, στο διαμετακομιστικό εμπόριο και στις επενδύσεις.