Τι έχει αλλάξει στις ελληνοαλβανικές σχέσεις στην δεκαετία 2009-2019
Ντέιβις Τσάκα
Ο ΝΤΕΪΒΙΣ ΤΣΑΚΑ είναι διεθνολόγος με ειδίκευση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, κάτοχος MA Διεθνούς Δικαίου και Διπλωματικών Σπουδών.
Έχει πραγματικά ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τη μεταστροφή του κλίματος ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία από το 2009 και την ευφορία στις σχέσεις των δύο χωρών, ως το σήμερα και την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ τους. Δέκα χρόνια μετά, η θετική δυναμική που φάνηκε να αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο χώρες στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας δείχνει να έχει εκλείψει, και οι σχέσεις τους επιδεινώνονται ενώ οδεύουμε προς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. [1]
Μια γυναίκα πωλεί λουλούδια δίπλα σε συμβολικές οδικές πινακίδες που δείχνουν τα κράτη της Ευρώπης υπό την επιγραφή «χωρίς βίζα», στα Τίρανα, στις 7 Νοεμβρίου 2010. REUTERS/Arben Celi
Ας θυμηθούμε, όμως, πρώτα τι έγινε ώστε το 2009 να αποτελεί έτος σταθμό στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Κατά την περίοδο 2004-2009 η ελληνική κυβέρνηση είχε θέσει ως στόχο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αλβανία, αποτελώντας μέρος ενός συνολικότερου πλάνου άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Παρά τις όποιες δυσκολίες παρουσιάστηκαν στις διαπραγματεύσεις των δύο μερών, εν τέλει ολοκληρώθηκαν το 2009. Στις 27 Απριλίου ο Έλληνας πρωθυπουργός πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Αλβανία συνοδευόμενος από την υπουργό Εξωτερικών, η οποία υπέγραψε ίσως την σημαντικότερη μέχρι εκείνη την ώρα Συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών μετά από εκείνη του 1996: Την συμφωνία για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η συμφωνία αυτή αποκτούσε ύψιστη σημασία και για έναν ιδιαίτερο λόγο. Με βάση αυτήν η Ελλάδα αναγνώριζε εμμέσως μεν, επισήμως δε, την χάραξη των συνόρων στην ελληνοαλβανική μεθόριο, καθώς η οριοθετική γραμμή των θαλασσίων συνόρων ξεκινούσε ακριβώς από το σημείο όπου ολοκληρωνόταν η οριοθετική γραμμή των χερσαίων συνόρων της Αλβανίας. Στις 27 Απριλίου οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Ντόρα Μπακογιάννη και Λουλζίμ Μπάσα, υπέγραψαν στα Τίρανα την συμφωνία. Η χρονική στιγμή που επιλέχθηκε να γίνει η επίσκεψη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυχαία καθώς την επόμενη μέρα η Αλβανία υπέβαλλε επισήμως την αίτησή της για ένταξη στην ΕΕ. Ήταν επομένως το καλύτερο μήνυμα ως «δήλωση υποστήριξης» της Ελλάδας προς την αλβανική αίτηση.
Την περίοδο 2000-2010, η ελληνική εξωτερική πολιτική κινήθηκε με ιδιαίτερη εξωστρέφεια στις διμερείς τις σχέσεις με την Αλβανία. Προώθησε την επίτευξη των εθνικών της στόχων μέσα από την προσπάθεια ένταξης της Αλβανίας σε δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς. Η συμμετοχή της άλλωστε σε αυτούς σήμαινε και μεγαλύτερη δέσμευση για την τήρηση και εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Η αρχή της τελευταίας δεκαετίας βρήκε τις σχέσεις των δύο χωρών να δοκιμάζονται εντόνως. Η ακύρωση [1] της υπογραφείσας συνθήκης του 2009 από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας και η δολοφονία Έλληνα μειονοτικού στην Χιμάρα δυσχέραναν τις σχέσεις των δύο κρατών με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποφασίσει την υποβάθμιση των διπλωματικών της σχέσεων με την Αλβανία στον βαθμό του υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα. Η απόφαση αυτή ελήφθη κυρίως ως αντίδραση στην υπαναχώρηση της Αλβανίας από την υπογεγραμμένη συμφωνία του προηγούμενου έτους. Το κλίμα δυσχέρανε ακόμη περισσότερο η αμφισβητούμενη από ελληνικής πλευράς απογραφή πληθυσμού που έλαβε χώρα στην Αλβανία το 2011, θεωρώντας πως δεν αποδίδονται οι πραγματικοί αριθμοί της ελληνικής εθνικής μειονότητας και των Χριστιανών Ορθοδόξων της χώρας.
Τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις των δύο χωρών αναθερμάνθηκαν. Ως καταλύτης έδρασε η κατασκευή του αγωγού Trans Adriatic Pipeline, ο οποίος θα μετέφερε φυσικό αέριο από την περιοχή τη Κασπίας στην Ευρώπη. Το Σεπτέμβριο του 2012, Ελλάδα, Αλβανία και Ιταλία υπέγραψαν Μνημόνιο Κατανόησης για την κατασκευή του αγωγού. Η σημασία του έργου είναι αναμφισβήτητη για τις δύο χώρες, όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει ο αγωγός ως μοχλός διευθέτησης των ελληνοαλβανικών σχέσεων και να επιλύσει όλες τις μεταξύ των δυο χωρών εκκρεμότητες.
Το καλοκαίρι του 2013 εκλέχθηκε πρωθυπουργός της Αλβανίας ο Έντι Ράμα. Στην Ελλάδα διαδόθηκε η πίστη πως η εκλογή του Ράμα θα οδηγούσε σε αλλαγή πορείας την αλβανική εξωτερική πολιτική. Σε αυτή την πεποίθηση συνέβαλλαν οι επισκέψεις του Ράμα στην Ελλάδα, τόσο πριν τις αλβανικές εκλογές όσο και λίγους μήνες μετά, έχοντας ιδιωτική συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό του, καθώς και οι ίδιες οι δηλώσεις του Έντι Ράμα όπου σημείωνε χαρακτηριστικά πως: «Σήμερα, η Αλβανία στηρίζει την εξωτερική πολιτική της στην αρχή: Μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες, και η κυβέρνησή μου θα στηριχτεί σε αυτήν ακριβώς την αρχή» και ότι «Η κυβέρνησή μας θεωρεί την Ελλάδα μια φίλη χώρα και στρατηγικό εταίρο, όπου ζει και εργάζεται ένας μεγάλος αριθμός Αλβανών που έφυγαν μετά το ’90». Το ίδιο έτος και κατά την επίσκεψη του Έλληνα προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, τέθηκε από τον Αλβανό ομόλογό του, Μπουγιάρ Νισάνι, το ζήτημα της άρσης του εμπολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο Έλληνας πρόεδρος εξέφρασε την ελληνική στήριξη στην ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας ενώ στην συνέχεια συναντήθηκε τόσο με τον Έντι Ράμα όσο και με τον πρόεδρο του αλβανικού κοινοβουλίου, Ιλίρ Μέτα, με τον οποίο δήλωσαν από κοινού πως έχει αρχίσει μια νέα εποχή συνεργασίας για τις δύο χώρες, υπογραμμίζοντας παράλληλα την σημασία της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
Η σχετική ετοιμότητα του Ράμα να ωθήσει θετικώς τις ελληνοαλβανικές σχέσεις είχε αρχίσει να αμφισβητείται από νωρίς. Όπως αναφέρει ο πρέσβυς ε.τ. Αλέξανδρος Μαλλιάς, η πολιτική της Αλβανίας δεν εξαρτάται από πολιτικές ή κομματικές ταυτότητες παρά έχει συνέχεια. Οι δηλώσεις περί νέου κεφαλαίου στις ελληνοαλβανικές σχέσεις δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να αντανακλούν τις ελληνικές ψευδαισθήσεις. Τον Ιούνιο του 2014 η Αλβανία φάνηκε να γυρίζει σελίδα στην ιστορία της καθώς της αποδόθηκε το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς, θεωρούσε αδιανόητο η Ελλάδα να συναινέσει στην ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ χωρίς να λάβει ανταλλάγματα. Έψεγε, μάλιστα, και τις προηγούμενες κυβερνήσεις για την άνευ όρων είσοδο της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ. «Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν μπορεί να είναι φιλανθρωπία», έγραφε χαρακτηριστικά.
Το έτος 2015 η Αλβανία όξυνε τις σχέσεις της με την Ελλάδα ιδίως μέσα από δηλώσεις που έρχονταν ως συνέπεια μιας αίσθησης που επικρατούσε στην Αλβανία σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που την ταλαιπώρησε, έχασε μεγάλο μέρος της ισχύος της. Κύριος εκφραστής της άποψης αυτής είναι ο Έντι Ράμα ο οποίος, θεωρώντας πως ηγείται μια περιφερειακής δύναμης αναφερόταν συχνά στους Έλληνες συνομιλητές του για την «κρίση» που βίωσε η ελληνική οικονομία. Τα απτά αποτελέσματα του κλίματος αυτού στην αλβανική πολιτική ηγεσία εντοπίζονται και στην επίδοση ρηματικής διακοίνωσης του αλβανικού Υπουργείου Εξωτερικών στον Έλληνα πρέσβη στα Τίρανα, όπου του μεταφερόταν η αλβανική όχληση ώστε να τροποποιήσει η Ελλάδα το πρόγραμμα ερευνών της στο Ιόνιο καθώς «παραβίαζε» την αλβανική υφαλοκρηπίδα.
Το θεωρητικώς καλό κλίμα που επικράτησε στις ελληνοαλβανικές σχέσεις μετά την άνοδο του Ράμα στην εξουσία δεν μεταφράστηκε σε μεταβολή των θέσεων των δύο χωρών από τις πάγιες απόψεις τους σε ορισμένα ζητήματα. Σε συνέχεια των προηγούμενων χρόνων, οι δύο χώρες φαίνονταν να έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τις μεταξύ τους διαφορές ή και πολύ περισσότερο για το ποιες είναι αυτές.
Τον Σεπτέμβρη του 2015, στο περιθώριο της Συνόδου της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, συναντήθηκε με τον Αλβανό ομόλογό του, Έντι Ράμα. Το κλίμα της συνάντησης των δύο ηγετών φαινόταν να είναι θετικό, με τον Ράμα να προσκαλεί τον Τσίπρα να επισκεφθεί την Αλβανία. Στην συνάντηση συζητήθηκαν διμερή ζητήματα των χωρών με τον Αλ. Τσίπρα να εκφράζει την υποστήριξη της Ελλάδος για την πλήρη ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ, ζητώντας, όμως, τον σεβασμό και την προστασία της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
Από το 2016, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής και ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ι. Αρμακόλας, υποστήριζαν την επιδίωξη μιας συμφωνίας που θα περιέχει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα ανοιχτά ζητήματα των δύο χωρών, ανεξάρτητα από την σημασία τους, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα γινόταν με μεγαλύτερη ευκολία αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών προσανατολίστηκε και αυτός στο να προτείνει στην Αλβανία μια συμφωνία-πακέτο προς επίλυση όλων των διμερών θεμάτων των χωρών. Η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία, η διευθέτηση των περιουσιακών ζητημάτων που υπάρχουν και στις δύο πλευρές, η περισυλλογή των οστών περίπου 11.000 Ελλήνων στρατιωτών οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τον Ελληνο-ιταλικό Πόλεμο και παραμένουν θαμμένοι σε πολλές διαφορετικές τοποθεσίες, καθώς και ο σεβασμός των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, φαίνονταν να είναι τα κυριότερα θέματα προς επίλυση. Βασική ελληνική επιθυμία ήταν να λυθούν όλα τα ζητήματα πριν ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας με την ΕΕ ώστε να μην τεθεί ο κίνδυνος να μείνουν εκκρεμή κάποια ζητήματα όταν και εφόσον η Αλβανία ενταχθεί στην Ένωση.
Το φθινόπωρο του 2016 στο πλαίσιο του αλβανικού σχεδίου ανάπλασης της Χιμάρας «Himara e Re», σχεδιάστηκαν και συντελέστηκαν 19 κατεδαφίσεις σπιτιών όπου διέμεναν οικογένειες της ελληνικής εθνικής μειονότητας. Στο κάλεσμα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών να σταματήσει τις κατεδαφίσεις, ο Αλβανός πρωθυπουργός απάντησε πως για όλα τα κτίρια στην Χιμάρα τηρείται η ίδια νομοθεσία, ανεξαρτήτως της φύσης κάθε οικοδομήματος. Η επανεκλογή Ράμα το 2017, διατήρησε τον Ντιτμίρ Μπουσάτι στο αλβανικό Υπουργείο Εξωτερικών και τη δυναμική που φάνηκε να αναπτύσσεται στις σχέσεις του με τον Νίκο Κοτζιά, ακέραιη. Η νέα εντατική προσπάθεια των δύο χωρών να λύσουν τα διμερή τους ζητήματα αποτυπώθηκε στις τακτικές συνομιλίες των υπουργών Εξωτερικών, σε Τίρανα, Κρήτη και Κορυτσά εντός του 2017, και εκ νέου στα Τίρανα τον Μάρτιο του 2018.
Ενώ η θετική δυναμική που αναπτυσσόταν την τελευταία τριετία ανάμεσα στις δύο χώρες, ιδίως μέσα από τις κοινές πρωτοβουλίες των υπουργών Εξωτερικών, διέρρεε ένα κλίμα αισιοδοξίας για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας, δύο άσχετα μεταξύ τους περιστατικά ήρθαν να ανακόψουν το momentum αυτό. Η παραίτηση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά, έδρασε επιβραδυντικά ως προς τις εξελίξεις στις συζητήσεις των δυο χωρών. Επίσης, το γεγονός ότι η αλβανική αστυνομία τραυμάτισε θανάσιμα Έλληνα ομογενή ανήμερα της ελληνικής εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου στους Βουλιαράτες της Αλβανίας δημιούργησε ένταση και δυσχέρανε την σχέση των δυο χωρών. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί πως στις 27 Οκτωβρίου, ο Έλληνας αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών δήλωνε χαρακτηριστικά για την συμφωνία με την Αλβανία πως «Η διαπραγμάτευση έχει προχωρήσει πράγματι σημαντικά, απομένουν όμως ακόμη πτυχές που απαιτούν και άλλη δουλειά…». [2]
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς (αριστερά), σε χειραψία με τον Αλβανό ομόλογό του, Ντιτμίρ Μπουσάτι, κατά την 3η Υπουργική Συνάντηση Ελλάδας, Αλβανίας, Βουλγαρίας και πΓΔΜ, στην Θεσσαλονίκη, στις 4 Μαΐου 2018. Αμφότεροι οι άνδρες δεν μετέχουν πια στις κυβερνήσεις των χωρών τους. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2018 διέρρευσε πως το νέο οικιστικό σχέδιο της Χιμάρας που εκπονήθηκε το 2015, δεν θα προχωρήσει σε ουδεμία κατεδάφιση σπιτιού, σεβόμενο δικαστικές αποφάσεις. Προσπαθώντας να προσπεράσει αυτόν τον σκόπελο, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, υπέγραψε υπουργική απόφαση βάσει της οποίας 46 τεμάχια γης, 41 εκ των οποίων στην παραλιακή περιοχή της Χιμάρας, θα περάσουν στο αλβανικό Υπουργείο Τουρισμού προς τουριστική αξιοποίηση. Ανάμεσά τους υπάρχουν και εκτάσεις γης που ανήκουν σε Έλληνες μειονοτικούς που ζουν στην Χιμάρα. Η απάντηση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ήταν άμεση εκδίδοντας ανακοίνωση στην οποία μιλούσε για «απόφαση αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και σε αλβανικές δικαστικές αποφάσεις», καλώντας την αλβανική κυβέρνηση να ανακαλέσει την απόφαση αυτή.
Ανατρέποντας, όμως, και αυτό το σχέδιο, ο πρόεδρος Ιλίρ Μέτα, με διάταγμά του έκρινε αντισυνταγματικό το προταθέν από την κυβέρνηση νομοσχέδιο κτηματολογίου, με την αλβανική κοινοβουλευτική επιτροπή νόμου να συμφωνεί, και το αλβανικό κοινοβούλιο να πρέπει να πλέον προβεί σε αλλαγές επ’ αυτού ώστε να πάρει εν συνεχεία την έγκριση του Προέδρου. Οι τελευταίες εξελίξεις ήταν που οδήγησαν τον νέο υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Γ. Κατρούγκαλο, να πει τον Ιανουάριο του 2019 πως «…Από κει και μετά, για λόγους που κυρίως ανάγονται στην εσωτερική πολιτική σκηνή της γειτονικής χώρας, κατά την εκτίμησή μου είχαμε μια ψύχρανση του κλίματος, που νομίζω όμως ότι είναι πλήρως αναστρέψιμη. Η δική μας προσπάθεια είναι ακριβώς να ξαναφέρουμε το επίπεδο των συζητήσεων εκεί που ήταν, και να προχωρήσουμε για την οριστική διευθέτηση των ζητημάτων».
Σήμερα, και ενώ στα Υπουργεία Εξωτερικών των δύο χωρών δεν βρίσκονται πια οι κύριοι δρώντες των διαπραγματεύσεων των τελευταίων ετών, Ντιτμίρ Μπουσάτι και Νίκος Κοτζιάς, η ολοκλήρωση της Συμφωνίας φαίνεται να έχει παγώσει. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε μάλιστα η δήλωση του Ν. Κοτζιά πως η εν λόγω συμφωνία είναι έτοιμη από το καλοκαίρι του 2018 αλλά δεν προχώρησε καθώς στην Αλβανία δεν έχει συσταθεί το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας (Πρόκειται για το ίδιο Δικαστήριο που είχε κρίνει αντισυνταγματική την ελληνοαλβανική συμφωνία του 2009). Ο Γ. Κατρούγκαλος με αισιοδοξία σημείωσε πως: «Θέλω να ελπίζω ότι θα έχουμε και στο θέμα των σχέσεων μας με την Αλβανία ανάλογη πρόοδο όπως και με την ΠΓΔΜ, με την αυτονόητη προϋπόθεση της επανεξέτασης κάθε μέτρου που θίγει τα δικαιώματα της μειονότητάς μας εκεί» ενώ και ο Έντι Ράμα στον επίσημο λογαριασμό του στο Twitter, αποκάλεσε «φίλο» τον Α. Τσίπρα και τον συνεχάρη για τις εξελίξεις σχετικά με την «Συμφωνία των Πρεσπών» επικοινωνώντας ένα κλίμα ομόνοιας.
Στην Αλβανία, μπορεί τυπικώς να είναι υπουργός Εξωτερικών ο κ. Ράμα, την εξωτερική πολιτική της χώρας όμως διαχειρίζεται ο 28χρονος Κοσοβάρος Gent Cakaj, τον οποίο ο Αλβανός πρόεδρος Μέτα έκρινε ακατάλληλο για την θέση του υπουργού, αναγκάζοντας τον πρωθυπουργό να δηλώσει πως μπορεί τυπικώς να διατηρεί ο ίδιος το Υπουργείο Εξωτερικών, o de facto όμως υπουργός θα είναι ο κ. Cakaj. Ο τελευταίος συναντήθηκε μάλιστα με τον Γ. Κατρούγκαλο στο περιθώριο της άτυπης συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών κρατών-μελών της ΕΕ στο Βουκουρέστι, έχοντας μια πρώτη γνωριμία.
Εν κατακλείδι, δέκα χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας, το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών δεν είναι το πλέον ιδεατό. Έχοντας άλλωστε φτάσει, σύμφωνα με τον Ν. Κοτζιά, εδώ και μήνες στην ολοκλήρωση της αποκαλούμενης και ως Συμφωνία–Πακέτο ήδη από το 2018, η μη προώθησή της προς υπογραφή και εν συνεχεία επικύρωση της ώστε να τεθεί σε ισχύ φαίνεται να οδηγεί την συμφωνία αυτή στην ιστορία.
Επιπροσθέτως, η «απομάκρυνση» των υπουργών Εξωτερικών οι οποίοι έδρασαν καταλυτικά στην προώθηση των διαπραγματεύσεων, ο θάνατος του ομογενούς στους Βουλιαράτες και οι αλβανικές αποφάσεις για απαλλοτρίωση εδαφών στην Χιμάρα όπου διαβιούν Έλληνες μειονοτικοί έδρασαν επιβραδυντικά στην δημιουργία ενός ευνοϊκού «κλίματος» για την προώθηση της συμφωνίας.
Εν προκειμένω, οι καταστάσεις στο εσωτερικό των δύο χωρών δεν εμπνέουν μεγάλη αισιοδοξία για την επαναφορά του ζητήματος αυτού στην κορυφή της ατζέντας των δύο χωρών. Από τη μια η μεγάλη πολιτική και κοινωνική κρίση των τελευταίων μηνών στην Αλβανία και από την άλλη το μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο που χρειάστηκε για την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών στην Ελλάδα καθώς και το γεγονός πως το 2019 αποτελεί εκλογικό έτος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία (δημοτικές εκλογές) είναι πολύ πιθανό να αναγκάσει τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να στρέψουν αλλού την προσοχή τους. Δέκα χρόνια μετά, το «κλίμα» στις ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι τελείως διαφορετικό.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
*Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 57 (Απριλίου – Μαΐου 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.[1] Η πρώην υπ. Εξωτερικών της Ελλάδα κ. Ντόρα Μπακογιάννη άσκησε, μάλιστα, κριτική στη νέα κυβέρνηση κατά την διάρκεια της θητείας της οποίας ακυρώθηκε η συμφωνία. Βασικό επιχείρημά της ήταν η μη κατάθεση της συμφωνίας στην ελληνική Βουλή για κύρωση. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αυτό που γνωρίζω, όμως, είναι ότι, ενώ ο κ. Ράμα ανακοίνωσε τις προθέσεις του στα μέσα Οκτωβρίου, ουδεμία σπουδή επέδειξε η ελληνική κυβέρνηση να φέρει την Συμφωνία προς κύρωση στην Βουλή, που άνοιξε λίγες μέρες μετά, ώστε να δημιουργήσει μια θετική δυναμική, για την διαφύλαξή της, όπως και για την διαφύλαξη του υψηλού επιπέδου στο οποίο πετύχαμε να φέρουμε τις ελληνοαλβανικές σχέσεις».