– Βασίλης Κουφός, Σύμβουλος Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας και Διαχειριστής Εταίρος της Capa Epsilon spPCC®
Έχοντας μπει στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα στο πεδίο της χρηματοδότησης, τόσο των ιδιωτών και των επιχειρήσεων όσο και των δημόσιων φορέων, με το δεδομένο πως τεχνολογίες όπως το blockchain αποκτούν ολοένα και περισσότερες εφαρμογές. «Διανύοντας την εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, όπου κεφάλαια και πληροφορίες από κάθε πηγή διακινούνται αστραπιαία, το κλασικό εργαλείο της Δημοσιονομικής Επέκτασης μετατρέπεται ταχύτατα σε παρωχημένη πρακτική, χρονοβόρα, δαπανηρή και με μεγάλο φορτίο πολιτικού κόστους», σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Βασίλης Κουφός, Σύμβουλος Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας και Διαχειριστής Εταίρος της Capa Epsilon spPCC®. Πλέον το Δημόσιο και οι δυνάμεις της αγοράς δεν μπορούν να αρκούνται στο φρεσκοτυπωμένο χρήμα, αλλά οφείλουν να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους πόρους, τόσο ευέλικτα όσο και φθηνά. Στην αντίθετη πλευρά, οι χρηματοδότες, προκειμένου να παράσχουν ευελιξία και ανταγωνιστικά τιμολόγια, υποχρεούνται να συλλέξουν κεφάλαια με μειωμένο ρίσκο και να απομακρύνουν από τους ισολογισμούς τους όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος εκ των υποχρεώσεών τους (των δανειακών κατά κύριο λόγο), για να γίνουν έτσι περισσότερο ελκυστικοί στα επενδυτικά funds.
Μια πολύπλοκη άσκηση
«Ωστόσο η άσκηση είναι πολύπλοκη και με αρκετούς αστερίσκους, καθώς γίνεται αντιληπτό πως ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι να βρεθούν όλοι −ιδιώτες επενδυτές, τραπεζικά συστήματα, επιχειρηματίες, καταναλωτές, αλλά και δημόσιος τομέας− κερδισμένοι στο τέλος της ημέρας», εκτιμά ο διαχειριστής εταίρος της Capa Epsilon spPCC®. Μια πρόκληση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η αναθεώρηση των διαδικασιών ελέγχου και ρύθμισης. Θεωρώντας ότι η τεχνολογία Blockchain τακτοποιεί ολιστικά το νομοτεχνικό και επιχειρησιακό πλαίσιο, επί του οποίου μπορεί πλέον να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη ευελιξία, αλλά και η απολύτως αναγκαία, ουσιαστική διασφάλιση των συναλλαγών, το ζητούμενο επικεντρώνεται αυστηρά στα εργαλεία εκείνα που μπορούν να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας. Το σχετικό toolbox παρέχει σημαντικές δυνατότητες στους χρήστες: Αρχικά, εμφανίζονται τα Οχήματα Ειδικού Σκοπού (SPV- Special Purpose Vehicles ή Special Purpose Entities ή Financial Vehicles Corporation). Τα SPVs ουσιαστικά αποτελούν μια τράπεζα, η οποία ιδρύεται με (ειδικό) σκοπό την εκτέλεση και υλοποίηση συγκεκριμένων και άμεσων, στόχων και σκοπών. «Η πλέον δημοφιλής χρήση τους σχετίζεται με την απομόνωση χρηματοοικονομικού κινδύνου, μέσω της συγκέντρωσης δανειακών βαρών και συναφών υποχρεώσεων τρίτων. Για παράδειγμα, μια εταιρεία η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της χρηματοοικονομικής της θέσης εκχωρεί τον δανεισμό της στο SPV. Ωστόσο το SPV αυτό οφείλει να μην έχει καμία κεφαλαιακή σύνδεση με την εκχωρούσα. Αλλιώς τα βάρη μετακινούνται απλώς από τη μεμονωμένη εταιρεία στον όμιλο και βάσει του IFRS 12 ή του FIN 46 (των US GAAP) γνωστοποιούνται στον ισολογισμό. «Προκειμένου το εμπόδιο αυτό να υπερπηδηθεί, η εκχωρούσα εταιρεία προχωρεί σε συλλογή κεφαλαίων, τα οποία μετοχοποιούνται και αποδίδονται στο επενδυτικό κοινό. Έτσι, η νέα οντότητα απολύει κάθε νομικό και χρηματοοικονομικό δεσμό με την αρχική εταιρεία, ενώ επιπλέον αναλαμβάνει πλήρως το ρίσκο των υποχρεώσεών της, προσδοκώντας το succes fee της διαχειριστικής μεθόδου που θα ακολουθήσει», εξηγεί ο κ. Κουφός. Τα SPVs είναι πιθανόν –εν μέρει σε κάθε περίπτωση να παραχωρήσουν ένα μικρό μερίδιο δράσης σε Δομημένα Επενδυτικά Οχήματα (αυτά που στην πρώτη δεκαετία του 2000 έγιναν γνωστά ως SIVs – Special Investments Vehicles). Οι διαρκείς κρίσεις αναδιέταξαν το παγκόσμιο παζλ χρέους (ιδιωτικού και δημόσιου), οπότε εξειδικευμένες μέθοδοι συνδυασμού μόχλευσης και επιδίωξης κερδών από τα περιθώρια των επιτοκίων είναι φυσικό να επανακάμψουν. Τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα άλλωστε, ήδη υπάρχουν στο καλάθι της προσφοράς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (turbos, warrants κ.λπ.). Ωστόσο η επιτυχία τέτοιων μεθόδων βασίζεται πλέον στην ευελιξία της υποδομής επί της οποίας εφαρμόζονται (δηλαδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα). Η αρχιτεκτονική των παραδοσιακών τραπεζών, όμως, χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό δυσκαμψίας και ανελαστικότητας σε προσαρμογές, οι οποίες καθίστανται αναγκαίες και ζωτικού χαρακτήρα σε μερικές περιπτώσεις. Επιπλέον, πολλά από τα χρηματοπιστωτικά αυτά ιδρύματα αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρά προβλήματα στους ισολογισμούς τους, λόγω ήδη σωρευμένων υποχρεώσεων, αλλά και επισφαλειών, οι οποίες απειλούν τις χρηματικές τους ροές (και άρα μειώνουν την πιθανότητα ελάφρυνσης των βαρών τους).
Ουσιαστικά η ψηφιακή μετάβαση έχει ήδη ξεκινήσει –αν όχι εδραιωθεί–, οπότε, όσοι αντισταθούν, πολύ απλά θα πάψουν να επιχειρούν
Η λύση των neobanks
Η απάντηση, όμως, ίσως έχει –σε ένα μέρος– ήδη δοθεί, εξηγεί ο κ. Κουφός: «Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 εμφανίστηκαν οι λεγόμενες direct banks, οι οποίες ουσιαστικά είναι ψηφιακές τράπεζες, χωρίς δίκτυο καταστημάτων, εξυπηρετούσες όμως κανονικά την αγορά, όπως και οι τράπεζες φυσικής υπόστασης. Το επόμενο βήμα στην εξέλιξη των direct banks ήρθε με τη μορφή των neobanks (ή online banks ή internet-only banks ή digital banks), προνόμιο των οποίων είναι η αφομοίωση των αρετών και των διευκολύνσεων της Χρηματοοικονομικής Τεχνολογίας (FinTech), σε συνδυασμό με τις ολοένα και πιο άμεσες ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Μέσω της δημιουργίας μιας τέτοιας neobank, είναι πλέον πραγματοποιήσιμη η μεταφορά βαρών από μια οποιαδήποτε εταιρεία σε μια ανεξάρτητη ιδιωτική οντότητα, εξασφαλίζοντάς την, έτσι, ως προς τις εγγυήσεις που πρέπει αυτή να παραχωρεί στους χρηματοδότες της. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι η συλλογή των απαιτούμενων χρηματοδοτικών κεφαλαίων, τα οποία θα παραχωρηθούν στον νέο οργανισμό ως μετοχικό κεφάλαιο. Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δραστηριότητα που αναπτύσσεται δυναμικά μέσω του neobanking είναι οι Teens (neobanks για εφήβους). Κατά κύριο λόγο προσφέρουν τις βασικές υπηρεσίες και προϊόντα έναντι ενός πολύ μικρού μηνιαίου τιμήματος (τραπεζική κάρτα, τρεχούμενος λογαριασμός, εφαρμογή για κινητά, μη εξουσιοδοτημένη υπερανάληψη, παράλληλη διαχείριση από γονείς). Ορισμένες προσφέρουν επίσης επενδυτικούς λογαριασμούς ή συστήματα επιστροφής μετρητών. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας παροχής λύσεων Χρηματοοικονομικής Τεχνολογίας MEDICI, οι neobanks της Ευρώπης έχουν έως και 85 εκατομμύρια πελάτες, φτάνοντας πάνω από το 20% του πληθυσμού άνω των 14 ετών έως το 2023. Στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2022 λειτουργούν 13 neobanks. Οι περισσότερες έχουν προέλευση το Ηνωμένο Βασίλειο (έξι) και τη Γερμανία (τέσσερις). Οι υπόλοιπες τρεις ανήκουν σε σχήματα από την Ολλανδία, την Ιρλανδία και το Χονγκ Κονγκ. Η ολλανδική Bunq διατηρεί τα πρωτεία στην αξιολόγηση – πράγμα φυσικό, καθώς θεωρείται η κορυφαία στην Ευρώπη, δραστηριοποιούμενη σε 31 χώρες.
«Blockchain και neobanking διαμορφώνουν έναν από κοινού, δυναμικό και συλλειτουργούντα άξονα προσπορισμού και διαχείρισης κεφαλαίων, ο οποίος πρωτίστως συγκεντρώνει ένα αξιόλογο καλάθι πλεονεκτημάτων: ταχύτητα στη συναλλαγή, έλεγχο στη διαχείριση, παραλληλία σε σχέση με το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, αλλά και εισδοχή σε αυτό, εφόσον οι δρώντες το επιθυμούν (στις ΗΠΑ ήδη λειτουργούν από δεκαετίες direct banks υπό την εποπτεία της Federal Reserve)», σημειώνει ο διαχειριστής εταίρος της Capa Epsilon spPCC®.
Οι αλλαγές που έρχονται
Οι αλλαγές που έρχονται όπως η εφαρμογή του Responsible Finance και του Taxonomy Regulation αναμένεται να αυστηροποιήσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα κριτήρια της (παραδοσιακής) τραπεζικής χρηματοδότησης. «Είναι πολύ εύκολο πλέον να διαπιστώσει κάποιος τον τεράστιο βαθμό διείσδυσης της ψηφιακής μετάβασης στην καθημερινότητα του επιχειρείν. Έννοιες και μέθοδοι σχεδόν απρόσιτες και δυσνόητες λίγα μόνον χρόνια πριν, ήδη εφαρμόζονται, κερδίζοντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα στην αγορά. Ουσιαστικά η ψηφιακή μετάβαση έχει ήδη ξεκινήσει –αν όχι εδραιωθεί–, οπότε, όσοι αντισταθούν, πολύ απλά θα πάψουν να επιχειρούν. Άλλωστε, δεν υπάρχει λόγος άγχους. Όπως λέει ο Bill Gates, “banking is necessary, banks are not’”», καταλήγει ο κ. Κουφός.
Δείτε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε εδώ