Αύξηση των ληξηπροθέσμων οφειλών, φυσικών και νομικών προσώπων, έναντι του Ελληνικού Δημοσίου
Η αύξηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι εντός του τρίτου τριμήνου οι εκροές από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι εισπράξεις και διαγραφές ληξιπρόθεσμων οφειλών (1,3 δισ. ευρώ), ήταν λιγότερες από τις εισροές, δηλαδή τη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών (2,1 δισ. ευρώ).
Σημειώνεται ότι η μείωση τόσο του νέου ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, όσο και των εισπράξεων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση των μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων σε ορισμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και ειδικότερα στην παράταση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων οφειλών και δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής, καθώς και στην αναστολή της είσπραξης βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών υπό προϋποθέσεις.
Παράλληλα, ο συνολικός αριθμός των οφειλετών, στο τέλος του τρίτου τριμήνου καταγράφει σημαντική μείωση κατά 483.436 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 3.867.892 οφειλέτες. Η συγκεκριμένη μεταβολή ερμηνεύεται εν μέρει από τον μεγάλο αριθμό των χρεών σε αναστολή είσπραξης στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων του Covid-19.
Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης του πλήθους των οφειλετών εντοπίζεται στην κατηγορία που αφορά σε χρέη μικρότερα από 50 ευρώ (μείωση κατά 249.882 οφειλέτες). Ωστόσο, το πλήθος των οφειλετών με χρέη μικρότερα από 1 ευρώ σημειώνει αύξηση σε ετήσια βάση κατά 75.401 πρόσωπα, με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών να διαμορφώνεται σε 333.324.
Στις κατηγορίες οφειλής μέχρι τα 20.000 ευρώ η πτώση του αριθμού των οφειλετών σε ετήσια βάση συνοδεύεται από μείωση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Ενδεικτικά, στο εύρος οφειλής μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ ο αριθμός των οφειλετών μειώθηκε κατά 84.250 πρόσωπα, ενώ παράλληλα σημειώθηκε μείωση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά 146,6 εκατ. ευρώ.
Αντίθετα, στις κατηγορίες οφειλής άνω των 20.000 ευρώ σημειώνεται αύξηση τόσο στο πλήθος των οφειλετών, όσο και στο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο. Επισημαίνεται ότι η αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά 33,8 εκατ. ευρώ που παρατηρείται στο εύρος οφειλής μεταξύ 10.000 και 100.000 ευρώ προέρχεται από τους οφειλέτες με χρέη μεταξύ 20.000 και 100.000 ευρώ, καθώς σε αυτό το εύρος οφειλής το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 61,8 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα προστέθηκαν 1.107 πρόσωπα.
Ενδιαφέρον είναι επίσης, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 πηγάζει από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 1.117,2 εκατ. ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε μικρή αύξηση κατά 151 πρόσωπα.
Στην ανωτέρω αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σημαντική είναι η συνεισφορά των νομικών προσώπων καθώς οι οφειλές που προέρχονται από αυτά αυξήθηκαν κατά 691,4 εκατ. ευρώ, ενώ το ύψος του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου τους σε αυτήν την κατηγορία οφειλής άγγιξε κατά το τρίτο τρίμηνο του 2020 τα 62 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 5.047, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 102 νομικά πρόσωπα.
Επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας
Πέραν της αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, η έκθεση, δίνει μεγάλη έμφαση στη επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας, αμέσως μόλις ανακάμψει η οικονομία μετά την κρίση του κορονοϊού για να διατηρήσει η χώρα την εμπιστοσύνη των αγορών και να τεθούν σε εφαρμογή όσες μεταρρυθμίσεις προτείνει η Επιτροπή Πισσαρίδη συγκεντρώνουν πολιτική και κοινωνική συναίνεση.
- Οι μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να καθορίζονται από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο διαμορφώθηκε στο -11,7% (σε ετήσια βάση) και αποτελεί τη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πληθωρισμός παραμένει σε αρνητικό έδαφος (-2,0% τον Οκτώβριο) και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφτασε τα 8,6 δισ. ευρώ το εννεάμηνο (από 90 εκατ. ευρώ πέρυσι).
- Η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι επίσης ανησυχητική, παρότι λιγότερο δραματική. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αυγούστου, η απασχόληση έχει μειωθεί κατά 2,5% σε ετήσια βάση, όμως η ανεργία παραμένει σχεδόν αμετάβλητη στο 16,8%, αφενός λόγω της μείωσης του εργατικού δυναμικού κατά 2,8% και αφετέρου λόγω των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας.
- Επιδείνωση σε σχέση τόσο με πέρυσι όσο και με τον προηγούμενο μήνα παρουσιάζουν τον Νοέμβριο σημαντικοί βραχυχρόνιοι δείκτες όπως ο Δείκτης Οικονομικού κλίματος (ESI) και ο Δείκτης Υπεύθυνων Προμηθειών (PMI).
- Η δημοσιονομική εικόνα είναι εξίσου προβληματική, καθώς την περίοδο Ιανουαρίου Σεπτεμβρίου καταγράφεται πρωτογενές έλλειμμα κοντά στα 7 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σε επιδείνωση κατά 10,8 δισ. σε σχέση με πέρυσι. Αυτό ωστόσο δεν δείχνει να επηρεάζει τις αποδόσεις των τίτλων του ελληνικού δημοσίου που παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλές, καθώς συνεχίζουν να στηρίζονται από την εξαιρετικά διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θετική εξέλιξη ήταν η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s.
- Η έξαρση της πανδημίας και τα νέα περιοριστικά μέτρα (lockdown) που τέθηκαν σε ισχύ από τις αρχές Νοεμβρίου προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία έχουν επιδεινώσει περαιτέρω τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες. Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2021, οι προβλέψεις για την έκταση της ύφεσης έχουν αναθεωρηθεί προς το χειρότερο ενώ το ετήσιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο εξαιτίας των πρόσθετων μέτρων στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
- Η γνώμη του Γραφείου Προϋπολογισμού επισήμανε τα σημαντικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά ρίσκα με κυριότερο τις υποθέσεις επαναφοράς των δημόσιων εσόδων το 2021.
- Σε κάθε περίπτωση, οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας παραμένουν βραχυχρόνια διαχειρίσιμες, λόγω των ειδικών συνθηκών που επέβαλαν τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τη διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
- Παρόλα αυτά, το δεύτερο κύμα της πανδημίας εντείνει την αβεβαιότητα και τους μεσοπρόθεσμους κίνδυνους για την οικονομία. Η διάρκεια όσο και η έκταση των επιπτώσεων αυτού του δεύτερου κύματος είναι άγνωστες, γνωρίζουμε όμως πως όσο διευρύνονται οι οικονομικές και δημοσιονομικές απώλειες της πανδημίας, τόσο παρατείνεται ο χρόνος που θα χρειαστεί μέχρι την επαναφορά στην προ κορωνοϊού κατάσταση.
- H Ελλάδα έχει έναν πολύ υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος θα αυξηθεί περαιτέρω λόγω των δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Για τον λόγο αυτό, παρότι το δημόσιο χρέος χαρακτηρίζεται από ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών και χαμηλό κόστος δανεισμού, θα πρέπει να διασφαλιστεί η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας όταν ολοκληρωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας προκειμένου να μην χαθεί η εμπιστοσύνη των αγορών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
- Επιπρόσθετα, καθίσταται αναγκαία η εκπόνηση μιας στρατηγικής διαχείρισης της πανδημίας που δεν θα περιορίζεται μόνο στις αναγκαίες μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά θα στοχεύει στην ενίσχυση της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης και των μέσων μαζικής μεταφοράς, τόσο σε ανθρώπινο επιστημονικό προσωπικό όσο και σε υποδομές, προκειμένου βραχυπρόθεσμα να περιοριστεί η μετάδοση της πανδημίας με την ελάχιστη δυνατή διαταραχή στις καθημερινές δραστηριότητες και μετακινήσεις των πολιτών –και κατά συνέπεια στις οικονομικές επιπτώσεις– και μεσοπρόθεσμα να αναβαθμιστεί το επίπεδο των δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών που αποτελούν προϋποθέσεις για τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης.
- Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι θετικές προοπτικές για την οικονομία προέρχονται πρώτον, από τα ενθαρρυντικά νέα για την ανάπτυξη εμβολίου κατά του COVID-19 και δεύτερον, από τα διαθέσιμα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) που, εφόσον ξεπεραστεί η εμπλοκή από τις αντιρρήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αναμένεται ότι θα κατευθυνθούν, κατά κύριο λόγο σε νέες επενδύσεις οδηγώντας σε μια σημαντική άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ για την περίοδο 2021-26.
- Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να αναφερθεί και η τελική έκθεση του «Σχεδίου ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία» (Επιτροπή Πισσαρίδη) που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και στην οποία βασίστηκαν οι στρατηγικές κατευθύνσεις για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Όπως αναφέραμε και στην έκθεση του Β τριμήνου, οι περισσότερες προτάσεις που περιλαμβάνει έχουν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος και η υλοποίησή τους προϋποθέτει έναν σημαντικό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης.
- Συνεπώς, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην υλοποίηση των προτάσεων που οδηγούν στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, στη βελτίωση των όρων συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην πράσινη ανάκαμψη και στην ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας. Τα πεδία αυτά συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και αποτελούν σπάνια ευκαιρία να συμφωνηθεί μια κοινά αποδεκτή μακροπρόθεσμη στρατηγική.