– Βασίλης Κουφός, Σύμβουλος Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας και Διαχειριστής Εταίρος της Capa Epsilon spPCC®
Μέσα σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον το οποίο απέχει σε πελώριο βαθμό από το να χαρακτηριστεί ως στοιχειωδώς σταθερό, οι επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπες με την επερχόμενη υποχρέωση να γνωστοποιούν μέσω τυποποιημένων κανονισμών και ρυθμιστικών διατάξεων, τις μη χρηματοοικονομικές επιδόσεις τους. Η προσθήκη ενός επιπλέον κανονιστικού καθήκοντος αξιολογείται – κατά βάση από τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρομεσαίων (ΜμΕ) επιχειρηματιών – ως φορέας κόστους, μη ικανού να προσθέσει αξία στα παραγόμενα αγαθά ή υπηρεσίες τους. Μιλώντας δε για την εγχώρια αγορά, το συμπέρασμα αυτό ακούγεται έως και προφανές, καθώς οι ελληνικές ΜμΕ, αντιστοιχούν στην πραγματικότητα σε οικογενειακά εταιρικά σχήματα, στα οποία κάθε έννοια ή είδος διαδικασιών, πολιτικών, μεσο-μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και ασκήσεων αειφορίας, ταυτίζονται με το κενό.
Δεδομένης της διασύνδεσης των επιδόσεων κάθε επιχείρησης
- ως προς το πως αποκτά και αναλώνει τους φυσικούς πόρους που απαιτείται να χρησιμοποιηθούν,
- Σε σχέση με τη διαχείριση του ανθρώπινου κεφαλαίου της, το οποίο εν τέλει επεξεργάζεται και παραδίδει τα αγαθά και τις υπηρεσίες στην Αγορά,
- σχετικά με το εσωτερικό κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζει ώστε μέσω της παρουσίας της εταιρείας αυτής ως παραγωγού ή παρόχου, να διασφαλίζεται το εν γένει αδιάβλητο και απαραβίαστο της ανταγωνιστικής διαδικασίας, (αποφυγή παρατυπιών ή παρανομιών όπως η αδιαφάνεια, η φοροαποφυγή, η φοροδιαφυγή, τα ζητήματα επιχειρηματικής ηθικής, ή η ενδεχόμενη υποταγή σε πολιτικές ή συναφείς πιέσεις)
με την – εν συνόλω – διαδικασία χρηματοδότησης (τραπεζικός δανεισμός, επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις, διαχείριση εφοδιαστικής αλυσίδας), η άσκηση αφομοίωσης των νέων επιχειρηματικών ηθών από τις ΜμΕ, συνάδει με την επίλυση ενός πολύ δύσκολου συστήματος εξισώσεων. Έτσι δεν είναι ;
Η απάντηση είναι «ναι» μόνον ως προς τη δυσκολία μετατόπισης μιας σειράς άγονων νοοτροπιών και στερεοτύπων, βάση των οποίων βάδισε ο Έλληνας επιχειρηματίας – και δη μικρομεσαίος – τις τελευταίες, πολλές δεκαετίες. Οι εταιρείες, ουσιαστικά δυσκολεύονται να αφομοιώσουν το δεδομένο πλέον της άμεσης ποιοτικής συσχέτισης των παραδοτέων τους στην Αγορά, με τα παραπάνω κριτήρια (περιβάλλον, εργασιακές σχέσεις, κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης). Η απόρροια αυτής της δυστοκίας κατανόησης όμως, επηρεάζει εξίσου αρνητικά τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, καθώς οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις υπόκεινται σε ανάσχεση, εμφανίζονται στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και – ενδεχομένως – πτωτικές τάσεις ως προς την ποιότητα του τελικού προϊόντος ή υπηρεσίας.
Κάπου εδώ όμως, κρύβεται μια παρανόηση, μεγαλύτερη της προηγούμενης. Ουσιαστικά η εφαρμογή πολιτικών βιωσιμότητας, ισοδυναμεί με τη χρήση μιας ολοκληρωμένης εργαλειοθήκης, ικανής να επιλύσει ευρύτερα προβλήματα, είτε επιχειρηματικής καθημερινότητας (on – the – spot cut costing, day – to – day management), είτε δομικού χαρακτήρα (αλλαγή του τρόπου παραγωγής, εισαγωγή νέων προϊόντων, εφαρμογή ευέλικτων μοντέλων διοίκησης).
Παραφράζοντας ελαφρώς μια διάσημη ρήση ενός πρώην Αμερικανού Προέδρου, το πρώτο μάθημα κάθε επιχειρηματία, είναι να μάθει να μετράει. Η υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου πρακτικών ESG, θα ανελκύσει στην επιφάνεια πληθώρα κοστοβόρων μικροπαραγόντων, ο περιορισμός των οποίων, είναι από μόνος του ικανός να σχηματίσει ένα αξιόλογο και μετρήσιμο αποτέλεσμα. Πέρα όμως από την εκκαθάριση αυτών των βαρών, θα εμφανιστούν και οι διοικητικές – διαχειριστικές αιτίες που τα προκάλεσαν ή που είναι σε θέση να δημιουργήσουν νέες τέτοιες εστίες.
Η κοστολογική ανατομία επανεξετάζεται και εν τέλει θα απορροφήσει τις σωστές ποσοτικές παραμέτρους (κόστος χρήσης περιβαλλοντικών πόρων, επιπλέον δαπάνες για το προσωπικό από εκπαίδευση ή από παραχώρηση ωφελημάτων με βάση την παραγωγικότητα, επιμέτρηση των εξόδων από διοικητικά, κανονιστικά ή άλλα πρόστιμα, δίκην πλημμελούς εφαρμογής πολιτικών εταιρικής διακυβέρνησης), με τελικό αποτέλεσμα, την αληθινή και αξιόπιστη εξαγωγή του κόστους παραγωγής. Όσο ακριβέστερος είναι ο αξιακός προσδιορισμός των εκροών αυτών, τόσο πιο εύστοχη θα είναι – εν συνεχεία – η τιμολόγηση και άρα, ο μεσοπρόθεσμος παραγωγικός και οικονομικός προγραμματισμός. Επιμετρούνται δε, επιτυχέστερα τα όποια χρηματοδοτικά κενά ή οι πιθανές καλύψεις ρευστότητας, με παράλληλη διευκόλυνση στην επίτευξη δανεισμού υπό προνομιακούς όρους. Τέλος, μέσω της υλοποίησης συγκεκριμένων πολιτικών με καταγωγή πάντοτε το καλάθι των ESG, εξασφαλίζεται :
- ο σημαντικός περιορισμός της διαχείρισης κινδύνου,
- η οικοδόμηση υποδομών επιχειρησιακής ανθεκτικότητας και
- ο χρηστικότερος εντοπισμός – και κατά συνέπεια, εκμετάλλευσης – αναπτυξιακών παραθύρων ευκαιρίας
Μια εξίσου αξιοσημείωτη πτυχή, είναι η αναδιαμόρφωση των σχέσεων της επιχείρησης με την τοπική κοινότητα, στην οποία – χωροταξικά – δραστηριοποιείται. Ο οιονεί ρόλος κεφαλαιούχου – με την έννοια του μετόχου – τον οποίο έχει η φιλοξενούσα περιοχή, δύναται – να λειτουργήσει ως επιταχυντής απόσβεσης μιας επένδυσης, επί τη ουσιαστική ωφέλεια όλων. Η επιχείρηση όμως ωφελείται πολύπλευρα καθώς :
- επιτυγχάνει την έμμεση θετική προβολή της, μέσω της παραχώρησης ενός απτού και ικανού να αξιοποιηθεί «κοινωνικού μερίσματος»
- εξασφαλίζει μια άτυπη ως προς τον τύπο, αλλά πλήρως ουσιαστική στο περιεχόμενο «άδεια λειτουργίας», με αποτέλεσμα, εκείνη – η εταιρεία – να είναι σε θέση να προσδιορίσει το χρονικό ορίζοντα παραμονής της
- δημιουργεί – αναλόγως του προϊόντος που παράγει – ένα αυθεντικό και ιδιαίτερα επικοινωνιακό – «τοπικό σήμα» (brand)
Επιχειρώντας να συγκεντρώσουμε τα σημαντικότερα «έμμεσα κέρδη» μιας επιχειρηματικής μονάδας, η οποία θα διαχειριστεί παραγωγικά και δίκην ευκαιρίας την εισαγωγή των κριτηρίων ESG στην καθημερινότητά της, θα καταλήγαμε στα εξής αποτελέσματα :
Από πλευράς επηρεασμού του εσωτερικού μιας επιχείρησης, επιτυγχάνεται βελτίωση στην επικοινωνία ανάμεσα σε διοίκηση και εργαζομένους, αναπτύσσεται η έννοια της δέσμευσης και της στοχοπροσήλωσης, οικοδομείται κουλτούρα δια βίου εκπαίδευσης και, τέλος, ενθαρρύνεται η χρήση καινοτομίας.
Σε ποσοτικούς όρους δε, αυξάνει η προστιθέμενη αξία του τελικού προϊόντος, εγγράφοντας έτσι ένα – επιπλέον – ανταγωνιστικό – ή και συγκριτικό ενδεχομένως – πλεονέκτημα.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις επί του εξωτερικού – ευρύτερου και μη – επιχειρηματικού περιγύρου της εταιρείας, αυτή, διασφαλίζει φήμη και δημοσιότητα, αποκτά προνομιακή θέση όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων, κατοχυρώνει την απαιτούμενη διεισδυτικότητα στην Αγορά και – ως επικεφαλής και διαμορφωτής ως ένα σημείο των εξελίξεων – καθίσταται ικανή να διαρρυθμίσει την τοπική αναπτυξιακή προοπτική, καθώς και την επενδυτική φυσιογνωμία της.
Η έως και σήμερα, εγχώρια και διεθνής, εμπειρία, καταδεικνύει το αληθές και εφικτό όλων των παραπάνω αναφερομένων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, πως οι παγκόσμιες βιώσιμες επενδύσεις ξεπέρασαν – πριν την υγειονομική κρίση – τα $ 30 τρισεκατομμύρια —αύξηση 68% από το 2014 και δεκαπλάσια μεγέθυνση από το 2004.[1]
[1] Global Sustainable Investment Review 2018 , Global Sustainable Investment Alliance, 2018, gsi-alliance.org.
Κατεβάστε εδώ το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε