Για το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου μετατέθηκε για δεύτερη φορά η έναρξη της διαδικασίας διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού λόγω της πανδημικής κρίσης.
Με πρόσφατη διάταξη που συμπεριλαμβανόταν στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, η διαδικασία που επρόκειτο να ξεκινήσει στα τέλη Νοέμβρη – παρατείνεται κατά τέσσερις μήνες.
Σύμφωνα με το νέο χρονοδιάγραμμα διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί το δεύτερο 15ήμερο του Ιουλίου, όταν ο υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό.
Βάσει του νόμου, το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου πρέπει να καθορίζεται «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Επιπλέον, ο υπουργός Εργασίας δεν δεσμεύεται από το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων αλλά το λαμβάνει υπόψη του για να προτείνει στο υπουργικό συμβούλιο το νέο ύψος του μισθού.
Τι ισχύει σήμερα
Σήμερα ο κατώτατος μισθός έχει οριστεί στα 650 ευρώ και το κατώτατο ημερομίθιο στα 29,04 ευρώ.
Η πανδημία και τα έκτακτα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου στον γενικό πληθυσμό τροποποιούν τον προγραμματισμό ως εξής:
– Το τελευταίο 10ήμερο του Μαρτίου εκκινεί η διαδικασία καθώς η τριμελής Επιτροπή Διαβούλευσης (Πρόεδρος Ο.ΜΕ.Δ., εκπρόσωπος υπουργού Οικονομικών και εκπρόσωπος του υπουργού Εργασίας) αποστέλλει έγγραφη πρόσκληση προς εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς, μεταξύ των οποίων, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε./ΑΔΕΔΥ (ΙΝΕ−Γ.Σ.Ε.Ε.), το Ινστιτούτο ΙΜΕ−Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., το Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΙΝ. ΕΜ.Υ. ΕΣΕΕ).
Οι ερευνητικοί αυτοί φορείς πρέπει να συντάξουν έκθεση για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή τους στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες.
Οι φορείς πρέπει να συνυπολογίσουν σύμφωνα με τη σχετική διάταξη, την ειδική ρήτρα που προβλέπεται στον νόμο του 2013: «Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Έως την 30η Απριλίου θα πρέπει να υποβληθούν από τους επιστημονικούς φορείς σύμφωνα με το νέο χρονοδιάγραμμα οι εκθέσεις για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Η Επιτροπή Διαβούλευσης σχηματίζει φάκελο με τις εκθέσεις των εξειδικευμένων ερευνητικών φορέων και των παραγόντων διαφοροποίησης του κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου και τον στέλνει στους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, ΓΣΕΕ, Σ.Ε.Β., Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε., Σ.Ε.Τ.Ε. ώστε να εκφράσουν γνώμη, με υποβολή υπομνήματος και τεκμηρίωσης για την αναπροσαρμογή του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.
Έως την 15η Μαΐου, η Επιτροπή Διαβούλευσης πρέπει να διαβιβάσει το υπόμνημα κάθε διαβουλευόμενου προς τους υπόλοιπους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, με πρόσκληση για προφορική διαβούλευση σε σχέση με την τυχόν αναπροσαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.
Έως την 31 Μαΐου πρέπει να διαβιβαστούν όλα τα υπομνήματα και η τεκμηρίωση των διαβουλευομένων, καθώς και η έκθεση των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προς σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης.
Το πόρισμα συντάσσεται σε συνεργασία με επιτροπή αποτελούμενη από 5 ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας και κυρίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων. Το Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης σχετικά με τις δυνατότητες προσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να περιέχει ιδίως τη συστηματική καταγραφή των προτάσεων των διαβουλευομένων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου. Η γνώμη που θα διατυπώνεται στο Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης, μπορεί να αποκλίνει ή/και να διαφοροποιείται από τις εκθέσεις που υποβάλλονται από τους λοιπούς επιστημονικούς φορείς.
Έως την 30η Ιουνίου ολοκληρώνεται το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης και υποβάλλεται στον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Εργασίας.
Στη συνέχεια πρέπει να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εργασίας μαζί με όλες τις εκθέσεις, τα υπομνήματα και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο.
Εντός του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου ο υπουργός Εργασίας, θα πρέπει να εισηγηθεί στο υπουργικό Συμβούλιο, τον νέο κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης, όπως αυτό υποβλήθηκε και συντάχθηκε.
Τι θα γίνει με τις τριετίες
Την ίδια ώρα, ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικοί φορείς βρίσκονται εν αναμονή της απόφασης του ΣτΕ για το τι μέλλει γενέσθαι με τις τριετίες. Η απόφαση θα κρίνει αν δεκάδες χιλιάδες μισθωτοί που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα για επιδόματα προϋπηρεσίας το 2012 τα δικαιούνται ακόμη ή θα τα χάσουν καταγράφοντας απώλειες μισθού έως και 195 ευρώ το μήνα. Οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητούν μισθό για όλους χωρίς 3ετίες και παγωμένες από το 2012 και ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας.
Αν η απόφαση των δικαστών είναι θετική για τους εργαζόμενους, τότε οι μισθοί θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή στο ύψος στο οποίο διαμορφώθηκαν από τον Φλεβάρη του 2019 και μετά.
Σε περίπτωση που η απόφαση του δικαστηρίου είναι αρνητική για τους εργαζόμενους – γίνει, δηλαδή, δεκτή η προσφυγή των βιομηχάνων – τότε χιλιάδες μισθωτοί θα χάσουν τα επιδόματα προϋπηρεσίας, τα οποία υπολογίζονται από τον περασμένο Φλεβάρη επί του νέου κατώτατου μισθού των 650 ευρώ.
Επίσης ο νέος μισθός θα είναι γυμνός από προσαυξήσεις και ενιαίος για όλους. Δεδομένου ότι από το 2012 ισχύει πλαφόν για την προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας στο 30%, το ανώτατο ύψος των επιδομάτων που διακυβεύεται είναι έως 195 ευρώ το μήνα.
Από την επικείμενη απόφαση του ΣτΕ θα κριθεί το ύψος των αποδοχών και των μελλοντικών εργαζομένων, καθώς προβλέπεται πως τα επιδόματα προϋπηρεσίας (οι λεγόμενες 3ετίες) θα «ξεπαγώσουν» όταν η ανεργία πέσει κάτω από 10%.
Τι ζητά η ΓΣΕΕ
Η ΓΣΕΕ απέστειλε τις προηγούμενες ημέρες πρόσκληση προς τους εργοδοτικούς φορείς για την έναρξη διαπραγματεύσεων με σκοπό την κατάρτιση και υπογραφή νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).
Μεταξύ άλλων, στην πρόσκληση αναφέρονται τα εξής:
«Η ΓΣΕΕ, με επίγνωση του ρόλου και της ευθύνης της για την προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην ελληνική επικράτεια και με δεδομένες τις πολλαπλές προκλήσεις για τον κόσμο της εργασίας, που αναδείχθηκαν και συνεχίζουν να αναδεικνύονται κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, θεωρεί ότι η ΕΓΣΣΕ οφείλει:
α) να αποκατασταθεί πλήρως ως προς το περιεχόμενο και την καθολικότητα στη δέσμευσή της από πλευράς οικονομικού και θεσμικού περιεχομένου, επαναρρυθμίζοντας και διασφαλίζοντας τον κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο και διαμορφώνοντας εκ νέου τη βάση ασφαλείας για όλους τους εργαζόμενους, μέσω του καθορισμού των ελάχιστων ορίων γενικής οικονομικής και κοινωνικής προστασίας,
β) να αναδείξει, μέσω των αποτελεσμάτων της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τον κορυφαίο ρυθμιστικό της ρόλο στα μέτρα διαχείρισης κρίσεων, αυστηρής ανταπόκρισης στα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού ως προς την οργάνωση της εργασίας και της χρήσης τηλεργασίας, πρόβλεψης και διαχείρισης των αλλαγών και των προκλήσεων της ψηφιακής και της πράσινης μετάβασης, με σεβασμό και προαγωγή των ατομικών και συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων, με βασικό όρο αναφοράς την πλήρη απασχόληση με όρους ισότητας, υγείας και ασφάλειας και σεβασμού της προσωπικής/οικογενειακής ζωής των εργαζομένων και
γ) να αξιοποιηθεί ως μέσο πίεσης προς την πολιτεία για την έμπρακτη αποκατάσταση του θεσμικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου, ο οποίος έχει περιπέσει σε πλήρη αδράνεια εδώ και μία δεκαετία, οδηγώντας σε πολλαπλές μονομερείς παρεμβάσεις του κράτους σε πεδία που ανήκουν στη ρυθμιστική ή/και διαχειριστική αυτονομία των εθνικών κοινωνικών εταίρων».