Με την Επιστρεπτέα Προκαταβολή να οδεύει προς το τέλος της – ως μέθοδος στήριξης της αγοράς – και την εμπορική δραστηριότητα να ανοίγει σταδιακά με προοπτική να ακολουθήσουν και οι άλλοι κλειστοί κλάδοι, αλλάζει οριστικά και ο τρόπος ενίσχυσης των επιχειρήσεων. Ήδη τα πρώτα δείγματα γραφής για την μετά-covid εποχή θα φανούν με τα προγράμματα που θα ενεργοποιηθούν το επόμενο διάστημα.
Η φιλοσοφία που θα διακρίνει τα προγράμματα που θα διαδεχθούν την Επιστρεπτέα Προκαταβολή συνοψίζεται στη φράση «έξυπνη διαχείριση»: Ήδη αυτό που αποτυπώνεται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης δείχνει πως τα χρήματα θα κατευθυνθούν κυρίως σε υγιείς επιχειρήσεις, με άλλα λόγια καθαρές από υποχρεώσεις και με προοπτική «να κάνουν την δουλειά».
Η έξυπνη στόχευση σε κλάδους
Εκείνο που γίνεται ξεκάθαρο είναι ότι οι ενισχύσεις δεν τελειώνουν με τη λήξη των κύκλων Επιστρεπτέας Προκαταβολής: Θα συνεχιστούν και με το άνοιγμα της αγοράς ώστε να στηριχθούν οι επαγγελματίες στα πρώτα τους βήματα. Μόνον που δεν θα έχουν γενικούς κανόνες, αλλά θα εξειδικεύουν σε όσους πραγματικά χρήζουν βοήθειας. Σε πρώτη φάση έρχονται προγράμματα στήριξης με μη επιστρεπτέα κεφάλαια κίνησης τα οποία στοχεύουν σε κλάδους που παρέμειναν πολλούς μήνες κλειστοί: Ήδη ανακοινώθηκε το πρόγραμμα για ενίσχυση της εστίασης μέσω ΕΣΠΑ με κεφάλαια επανεκκίνησης και υπολογίζεται να ακολουθήσουν η τουριστική βιομηχανία, αλλά και τα γυμναστήρια, πιθανότατα και ο πολιτισμός.
Για την εστίαση θα διατεθούν 330 εκατ. ευρώ συνολικά, ενώ στις επιχειρήσεις που θα λάβουν τη μη επιστρεπτέα επιδότηση περιλαμβάνονται και καταστήματα που αναπτύσσονται με τη μέθοδο του franchise. Το πρόγραμμα, αφορά στην ενίσχυση των επιχειρήσεων, με ποσό ίσο με το 7% του τζίρου που πραγματοποίησαν το 2019 και με μέγιστο ποσό ενίσχυσης τις 100.000 ευρώ ανά ΑΦΜ, υπό την προϋπόθεση ότι το 2020 ο τζίρος τους μειώθηκε τουλάχιστον κατά 30% σε σχέση με το 2019.
Για τις επιχειρήσεις που συστάθηκαν εντός του 2019 για την πτώση του τζίρου υπολογίζεται ίσος αριθμός ημερών λειτουργίας. Συσταθείσες επιχειρήσεις εντός του 2020 μπαίνουν αυτοδικαίως στη δράση, ενώ επιχειρήσεις. εστίασης που ήταν σε στάδιο κατασκευής το 2019 και ξεκίνησαν να έχουν έσοδα το 2020 αντιμετωπίζονται ως συσταθείσες εντός του 2020.
Έρχεται το έξυπνο κούρεμα χρεών
Αντί για χρήματα, κουπόνια θα μοιράζει το νέο πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών, που αναμένεται το επόμενο διάστημα, κάτι όμως που «κρύβει» ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Όσοι ενταχθούν στο εν λόγω πρόγραμμα θα δουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο να κουρεύονται έστω και δια της πλαγίας οδού. Μέσω της «επιδότησης παγίων δαπανών» δεν θα αποδίδονται μετρητά με την κατάθεση χρημάτων στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων, αλλά voucher, τα οποία θα μπορούν να εξαργυρώνονται για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων και ο ΦΠΑ.
Σε εκείνους που θα καταστούν δικαιούχοι, θα χορηγηθούν «πιστωτικά σημειώματα συμψηφισμού» για τις επόμενες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις. Η επιλογή βεβαίως να δοθούν κουπόνια αντί για μετρητά δεν είναι τυχαία: Με αυτό τον τρόπο, διασφαλίζεται η ροή εσόδων στον κρατικό κορβανά με τον περιορισμό των δυνητικών νέων απλήρωτων φόρων και εισφορών
Η φιλοσοφία των ενισχύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης
Όσον αφορά στα προγράμματα που θα ακολουθήσουν με το πλήρες άνοιγμα της αγοράς, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης; Η φιλοσοφία τους αποτυπώνεται στα όσα είπε ο αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης στη Βουλή: «Να χρησιμοποιήσουμε τα δάνεια (σ.σ.: του Ταμείου) για επενδύσεις και για ανθρώπους που είναι φερέγγυοι. Μικροί, μεσαίοι, μεγάλοι. Φτάνει να είναι φερέγγυοι και να θέλουν να βάλουν λεφτά», είπε και προσέθεσε χαρακτηριστικά: «Το Ταμείο έχει έναν βασικό κανόνα. Αν θέλεις να επενδύσεις, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι, φτάνει να βάζουν δικά τους λεφτά και να παίρνουν δικό τους ρίσκο. Δεν μπορεί να κάνεις τον επενδυτή, με χρήματα του κράτους και να μην βάζεις και εσύ δικά σου».
Τόνισε πάντως ότι δεν θα μείνουν έξω μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και αυτές που δεν είναι φερέγγυες, γιατί «θα υπάρχει ανοιχτό ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα επιδοτήσεων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, το οποίο αθροιστικά φτάνει το 1,5 δισ. ευρώ».