Την επιτακτική ανάγκη να ιδρυθεί bad bank για να επιταχυνθεί η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στη νέα της έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, σημειώνοντας ως θετική εξέλιξη τη μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 35,8%, αλλά τονίζοντας ότι το απόθεμα ΜΕΔ παραμένει πολύ υψηλό, ενώ εκτιμάται ότι θα προστεθούν άλλα 8 – 10 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων, από αυτά που τέθηκαν σε αναστολή πληρωμής λόγω της πανδημίας.

Η ΤτΕ τονίζει στην έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα ότι «η υγειονομική κρίση του COVID-19 ανέτρεψε πλήρως τις προηγούμενες αισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις για το 2020, ωστόσο η λήψη μιας σειράς μέτρων (δημοσιονομικών, νομισματικών και εποπτικών) από τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης, άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από την πανδημία. Στο περιβάλλον αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντεπεξέλθει στις προϋπάρχουσες και εντεινόμενες λόγω της κρίσης προκλήσεις και κυρίως να συνεχίσει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας».

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν εστιάζονται σε τρεις τομείς:

  1. Στο υφιστάμενο ιδιαίτερα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα ως αποτέλεσμα της πανδημίας και της σταδιακής άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων (moratoria) και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών.
  2. Στην ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit), το οποίο επίσης αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες προβαίνουν σε ενέργειες μείωσης του αποθέματος των ΜΕΔ.
  3. Στη χαμηλή οργανική κερδοφορία των τραπεζών στο υφιστάμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που αναμένεται να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μη διαφαίνεται πιθανή η δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.

Σχετικά με την αναγκαιότητα για την ίδρυση bad bank, η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι το σχέδιο «Ηρακλής» κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά «με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στο 35,8% βάσει στοιχείων εννεαμήνου του 2020, την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα, λόγω χαμηλής κερδοφορίας, για δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης  έναντι του Δημοσίου ως ποσοστού των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία».

Υποστηρίζοντας την πρότασή της για ίδρυση Εταιρείας Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού (AMC), η ΤτΕ σημειώνει ότι αυτές οι εταιρείες «με άρτιο σχεδιασμό και επαγγελματική διαχείριση μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία ανάκτησης των ενεχύρων και να αποτρέψουν την περιττή απώλεια πόρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των ΜΕΔ. Μια συστημική λύση που λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες για τη δημιουργία και λειτουργία μιας Εταιρίας Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού, χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες υποδομές των τραπεζών, καθώς και τις υπάρχουσες πλατφόρμες εξυπηρέτησης ΜΕΔ από τρίτες εταιρίες διαχείρισης δανείων, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ταχείας αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού τομέα».

Επιπλέον, η ΤτΕ τονίζει ότι «η αντιμετώπιση του υφιστάμενου ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος ΜΕΔ θα επιτρέψει στις τράπεζες να διαχειριστούν πιο ενεργά τα ΜΕΔ που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας, ιδίως μετά την άρση της αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων, και ταυτόχρονα να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά, να περιορίσουν τον κίνδυνο απίσχνανσης των παλαιών και νέων μετόχων, καθιστώντας έτσι τις τράπεζες πιο ελκυστικές για επενδυτές μετοχών».

Τα κόκκινα δάνεια και τα κεφάλαια των τραπεζών

  • Το απόθεμα των ΜΕΔ στο τέλος του εννεαμήνου διαμορφώθηκε στα 58,7 δισεκ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 14,3% ή 9,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (68,5 δισεκ. ευρώ), ενώ ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 35,8%. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι 48,5 δισεκ, ευρώ είναι η μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ από την υψηλότερη τιμή του που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016.
  • Η τάση αποκλιμάκωσης του αποθέματος ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του έτους κυρίως λόγω της μεταφοράς ΜΕΔ εντός ομίλου από μία συστημική τράπεζα στο πλαίσιο ολοκλήρωσης συναλλαγής πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων η οποία προέβλεπε ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό της (hive down).
  • Επισημαίνεται ότι η εν λόγω συμφωνία απο-τελεί την πρώτη τιτλοποίηση στην Ελλάδα που όταν λάβει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου θα έχει αξιοποιήσει το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), ενώ αντίστοιχες ενέργειες και από τις άλλες συστημικές τράπεζες έχουν δρομολογηθεί στο πλαί-σιο μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ.
  • Σύμφωνα με υπολογισμούς των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (NPL ratio) μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω συναλλαγών εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 25% περίπου χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ΜΕΔ που θα δημιουργηθούν εξαιτίας της πανδημίας.

Όμως, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, «το ποσοστό αυτό θα εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη και πολλαπλάσιο του μέσου όρου τραπεζών που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM (2,9% με στοιχεία Ιουνίου 2020). Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η διενέργεια συναλλαγών τιτλοποίησης θα επιφέρει μείωση τριών μονάδων κατά μέσο όρο στον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας των τραπεζών».

Σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, η ΤτΕ αναφέρει ότι «μειώθηκε μεν έναντι του Δεκεμβρίου 2019, αλλά διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο, με τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) να διαμορφώνεται σε 16,3% τον Σεπτέμβριο του 2020». Ωστόσο, η ΤτΕ θέτει ζήτημα ποιότητας των τραπεζικών κεφαλαίων:

  • Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) τον Σεπτέμβριο του 2020 ανέρχονταν σε 15,2 δισεκ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 54,5% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος το επόμενο έτος, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.

Πρόσθετοι παράγοντες επιβάρυνσης της κεφαλαιακής επάρκειας θα είναι «η αποτύπωση των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν από την πανδημία στους ισολογισμούς των τραπεζών σε συνδυασμό με τη διενέργεια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που θα διεξαχθεί την άνοιξη του 2021, τυχόν πρόσθετες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις λόγω της σταδιακής εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και της εφαρμογής του προληπτικού μηχανισμού ασφαλείας (prudential backstop)». Αυτοί οι παράγοντες, τονίζει η ΤτΕ, «θα λειτουργήσουν επιβαρυντικά ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια, ενώ ταυτόχρονα λόγω αρνητικής ή χαμηλής κερδοφορίας δεν διαφαίνεται πιθανή η δυνατότητα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου».

Τα δάνεια σε αναστολή

Σχετικά με τα δάνεια που βρίσκονται σε αναστολή λόγω της πανδημίας, η ΤτΕ διατυπώνει και πάλι εκτιμήσεις πιο απαισιόδοξες από τις αντίστοιχες των τραπεζικών διοικήσεων. Όπως αναφέρει,

  • Είναι αξιοσημείωτο ότι το 34% των δανείων που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών ανήκει στην κατηγορία με σημαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου βάσει του ΔΠΧΑ 9 (Stage 2). Το γεγονός αυτό αυξάνει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί νέος κύκλος ΜΕΔ από δανειολήπτες που δεν θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία.
  • Η τελευταία εκτίμηση των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τα οικονομετρικά μοντέλα της για τον υπολογισμό των νέων ΜΕΔ και τις πρόσφατες μακροοικονομικές παραδοχές, είναι για 8 – 10 δισεκ. ευρώ νέων ΜΕΔ το 2021, χωρίς να είναι δυνατή η εκτίμηση του πληθυσμού που θα προέλθει από τους ενήμερους δανειολήπτες σε καθεστώς αναβολής πληρωμών.
  • Παρά τα μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση που έχει λάβει η πολιτεία για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών αλλά και τα μέτρα που έχουν ήδη ανακοινώσει οι τράπεζες για τη σταδιακή επιστροφή της δόσης των πιστούχων που βγαίνουν από καθεστώς αναστολής πληρωμών στα προηγούμενα επίπεδα, θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας. Η χρονική στιγμή που είναι πιθανό να γίνουν ορατές οι επιπτώσεις της πανδημίας αλλά και το μέγεθος αυτών θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την έκταση του εγκλεισμού, το βάθος της ύφεσης και την επακόλουθη πορεία ανάκαμψης της οικονομίας, τα τυχόν επιπρόσθετα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών που θα ληφθούν από το κράτος εντός των δυνατοτήτων του αλλά και από την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων που θα μπορέσουν να προσφέρουν οι τράπεζες.
  • Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι οι τράπεζες οφείλουν στο μεταξύ να αναγνωρίσουν στους ισολογισμούς τους τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και να εξασφαλίσουν τα αναγκαία κεφαλαιακά αποθέματα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο σημαντικής αύξησης των ΜΕΔ. Οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστριών τραπεζών τους, δεδομένων των συγκριτικά αρκετά υψηλότερων δεικτών ΜΕΔ ήδη προ της εμφάνισης των νέων ΜΕΔ λόγω της πανδημίας. Τα μαθήματα του παρελθόντος –όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες– μας έχουν διδάξει ότι η εμπροσθοβαρής αναγνώριση και επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ είναι μονόδρομος για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και την ανάδειξή του σε μοχλό για την οικονομική ανάπτυξη.
Πηγές : bankofgreece.gr και businessdaily.gr

Share This Story, Choose Your Platform!