του Δρος Πλάτωνα Μονόκρουσου*
Ο κλάδος των ευρωπαϊκών τραπεζών συγκαταλέγεται μεταξύ των κλάδων που υπέστησαν τις μεγαλύτερες χρηματιστηριακές απώλειες λόγω της οικονομικής ύφεσης που προξένησε η πανδημία του Covid-19.
Από την αρχή του έτους έως σήμερα, το γκρουπ των τραπεζών που συγκαταλέγονται στον κύριο χρηματιστηριακό δείκτη των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών Eurostoxx 600 (και ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνει καμία από τις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες) κατέγραψε μεσοσταθμικές απώλειες της τάξης του -41%. Οι απώλειες αυτές είναι συγκρίσιμες με αυτές που κατέγραψε ο κλάδος πετρελαίου και φυσικού αερίου (-41%) και υπερβαίνουν σημαντικά τις απώλειες του κλάδου ταξιδιών και αναψυχής (-31%) που επίσης επλήγη σημαντικά από την τρέχουσα υγειονομική και οικονομική κρίση. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ανάκαμψη των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση (2007-2008) και την κρίση χρέους της ευρωζώνης (2011-2012) παρουσίασε σημαντική υστέρηση σε σχέση με αυτή των υπόλοιπων κύριων κλάδων. Ενδεικτικά, ένας υποθετικός επενδυτής που θα αγόραζε την 1.1.2013 μια μονάδα του τραπεζικού ευρωπαϊκού δείκτη θα κατέγραφε έως σήμερα σωρευτικές απώλειες της τάξης του -48%. Αντίθετα, η υποθετική επένδυση σε μια μονάδα του δείκτη των 600 μεγαλύτερων εισηγμένων εταιρειών (Eurostoxx 600) θα συνεπαγόταν θετική σωρευτική απόδοση της τάξης του +31%.
Συγκριτικά, οι σωρευτικές αποδόσεις επενδύσεων σε μονάδες αντίστοιχων αμερικανικών δεικτών θα ήταν πολλαπλάσιες της τελευταίας: +144% για τον δείκτη S&P 500 και +88% για τον υπο-δείκτη χρηματοπιστωτικών εταιρειών του τελευταίου. Εάν όμως ο υποθετικός μας επενδυτής είχε επιλέξει την 1.1.2013 να επενδύσει σε οποιαδήποτε από τις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες θα έχανε το σύνολο των επενδυμένων κεφαλαίων του, λόγω της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που έπληξε τη χώρα την περίοδο της κρίσης και των απανωτών ανακεφαλαιοποιήσεων του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που κρίθηκαν απαραίτητες για την έξοδο από την κρίση.
Τέλος, εάν ο εν λόγω επενδυτής αποφάσιζε εκ νέου να επενδύσει την 1.1.2016 (δηλ. μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος το 4ο τρίμηνο του 2015) σε μετοχές μιας ή περισσοτέρων ελληνικών τραπεζών, οι σωρευτικές του απώλειες έως σήμερα θα κυμαίνονταν μεταξύ -70% και -82%!
Εάν λοιπόν δεχτούμε ότι τα επίπεδα αποτιμήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές αποτελούν σε μεγάλο βαθμό καθρέφτη της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας και, κυρίως, των προοπτικών κερδοφορίας οικονομικών κλάδων και εισηγμένων εταιρειών, τότε εγείρεται αβίαστα το ακόλουθο ερώτημα: Ποια είναι τα προβλήματα που “βλέπουν” για τον ευρωπαϊκό κλάδο συνολικά και τις ελληνικές τράπεζες ειδικά αυτοί που “ψηφίζουν” υπέρ του ενός ή του άλλου κλάδου (ή εταιρείας) με τα ίδια τους τα κεφάλαια (δηλ. οι επενδυτές); Μια εμπεριστατωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα υπερέβαινε σε έκταση και παρουσίαση τεχνικών λεπτομερειών τους περιορισμούς της παρούσας στήλης.
1. Η υπερ-απόδοση της αμερικανικής κεφαλαιαγοράς σε σχέση με την ευρωπαϊκή μετά το πέρας της προηγούμενης χρηματοοικονομικής κρίσης (2007-2008) οφείλεται σε σειρά παραγόντων (πχ. οικονομικών και φορολογικών), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η σημαντικά μεγαλύτερη έκθεση της πρώτης στον κλάδο τεχνολογίας. Πέντε από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου αυτού στις Η.Π.Α αντιστοιχούν σε άνω του 20% της τρέχουσας κεφαλαιοποίησης του δείκτη S&P 500 και συνεχίζουν να υπόσχονται σε υφιστάμενους και δυνητικούς επενδυτές πολλά ακόμα έτη υψηλής κερδοφορίας. Και αυτό, σε ένα διεθνές περιβάλλον που το ποσοστό των εταιρειών αυτών (growth stocks) ως ποσοστό του συνόλου των εισηγμένων βαίνει μειούμενο. (Σημειώνεται ότι ο αρθρογράφος της παρούσας στήλης δε παίρνει θέση στο εάν και κατά πόσο ο κλάδος τεχνολογίας των Η.Π.Α ή κάποιες από τις μετοχές του κλάδου αυτού αποτελούν ελκυστικές επενδυτικές προτάσεις στην τρέχουσα συγκυρία και τις παρούσες χρηματιστηριακές αποτιμήσεις).
2. Η μεγάλη υπό-απόδοση του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου σε σχέση με τους περισσότερους άλλους κλάδους στις κεφαλαιαγορές της Ευρώπης (και όχι μόνο) την τελευταία δεκαετία οφείλεται σε σειρά (δομικών και άλλων) παραγόντων. Κάποιοι εξ αυτών είναι οι ακόλουθοι: α) το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα παραμένει κατακερματισμένο και αποτελείται από σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τόσο σε σχέση με αυτό που θεωρείται βέλτιστο όσο και σε σύγκριση με τις τραπεζικές αγορές σε Η.Π.Α, Κίνα και άλλες μεγάλες οικονομίες. Διέξοδο στο πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να δώσει η περαιτέρω ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης καθώς και σημαντικές αλλαγές στο υφιστάμενο θεσμικό και εποπτικό πλαίσιο για την ενθάρρυνση συγχωνεύσεων και εξαγορών (εντός εθνικών συνόρων και διασυνοριακά) με στόχο τη δημιουργία ισχυρότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που απολαμβάνουν οικονομίες κλίμακας (από την πλευρά του κόστους), συνέργειες (από την πλευρά των εσόδων) και ισχυρότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. β) Η σύσφιξη του θεσμικού/εποπτικού πλαισίου και των λογιστικών προτύπων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, την έγκαιρη λήψη προβλέψεων και την αρτιότερη καταγραφή των προβληματικών δανείων και στοιχείων ενεργητικού στα βιβλία των εποπτευόμενων συστημικών ιδρυμάτων στην ευρωζώνη. Η εξέλιξη αυτή είχε σημαντική (και μετρήσιμη) επίπτωση στα επίπεδα κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών σε μια περίοδο που αυτές εκλήθησαν να “καθαρίσουν” τους ισολογισμούς τους από τα κόκκινα δάνεια που άφησε η προγενέστερη κρίση. γ) Η εξέλιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση του προβλήματος του πολύ χαμηλού πληθωρισμού (ή και αποπληθωρισμού) στην οικονομία της ευρωζώνης τα τελευταία έτη. Στην κατεύθυνση αυτή, το μέτρο νομισματικής πολιτικής με τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στην κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών ήταν η μείωση (σε αρνητική περιοχή) του επιτοκίου (ECB deposit rate) το οποίο λαμβάνουν οι τράπεζες που καταθέτουν την υπερβάλλουσα ρευστότητά τους στην ΕΚΤ. Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια τη μεγάλη και συνεχιζόμενη πίεση της κερδοφορίας των τραπεζών καθώς αυτές δε μπορούν εύκολα να μετακυλήσουν το συνεπαγόμενο κόστος (δηλ. επιβολή αρνητικών επιτοκίων) στις τραπεζικές καταθέσεις επιχειρήσεων και, κυρίως, νοικοκυριών. Ποιες λοιπόν οι αναγκαίες συνθήκες και απαραίτητες θεσμικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση των προοπτικών του κλάδου σε Ελλάδα και Ευρώπη; To θέμα αυτό θα επιχειρηθεί μα απαντηθεί σε μελλοντική αρθρογραφία της παρούσας στήλης.