Τα σχέδια της κυβέρνησης για τέσσερις μόνιμες φοροελαφρύνσεις μέσα στο 2022 μπλοκάρουν οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί, καθώς επικρατεί έντονη ανησυχία στις Βρυξέλλες για τις επιπτώσεις της πανδημίας στη βιωσιμότητα του χρέους και οι εκπρόσωποι των Θεσμών συνιστούν στην κυβέρνηση να αφήσει για το 2023 οποιεσδήποτε αποφάσεις θα δημιουργούσαν μόνιμες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις.
Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, παρουσιάζοντας πρόσφατα στο υπουργικό συμβούλιο το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, είχε ξεκαθαρίσει ότι στόχος είναι να εφαρμοσθούν από το 2022 τέσσερις φοροελαφρύνσεις, τονίζοντας όμως ότι αυτό θα γίνει με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος.
Αυτές οι ελαφρύνσεις είναι:
- Αναστολή καταβολής ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα για το 2021 και το 2022.
- Επιπλέον μείωση – κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες – των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα για το 2021 και το 2022.
- Μείωση του ΦΠΑ στις μεταφορές, στον καφέ και τα μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους και τις θεατρικές παραστάσεις (έως 30.09.2021).
- Μείωση του ΦΠΑ στο τουριστικό πακέτο (έως 31.12.2021).
Πηγές του οικονομικού επιτελείου αναφέρουν ότι οι μόνες διαπραγματεύσεις που θα γίνουν με τους δανειστές θα είναι για προσωρινές μειώσεις φόρων και με περιορισμένο βεληνεκές. Όπως τονίζει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης «θέλουμε να συνεχίσουμε τις μειώσεις φόρων αλλά πρέπει να δούμε πώς θα πάει η οικονομία φέτος το καλοκαίρι και πώς θα πάει και η πανδημία για να κάνουμε σχεδιασμό το 2022. Μέχρι και το 2022 δεν έχουμε μόνιμα μέτρα, όλη η εικόνα των μόνιμων μέτρων θα έρθει από το 2023 και μετά».
Οι υπολογισμοί για το δημοσιονομικό χώρο
Σοβαροί υπολογισμοί για το δημοσιονομικό χώρο που υπάρχει για φοροελαφρύνσεις θα μπορούν να γίνουν, άλλωστε, από το 2023 και μετά. Το 2023 επανέρχεται η υποχρέωση της Ελλάδας για πρωτογενή πλεονάσματα, που με τα σημερινά δεδομένα (αν δεν αλλάξει κάτι στη συμφωνία του 2018 με τους δανειστές) θα πρέπει να ανέρχονται σε 2,2% του ΑΕΠ ετησίως.
Ο στόχος που έχει τεθεί με το Μεσοπρόθεσμο για πλεόνασμα 2% το 2023 δεν αφήνει δημοσιονομικό χώρο για ελαφρύνσεις και παροχές, εκτός εάν συμφωνηθεί με τους δανειστές μείωση του στόχου από το 2,2% σε χαμηλότερο ποσοστό. Χώρος σίγουρα θα απελευθερωθεί από το 2024, όπου προβλέπεται πλεόνασμα 2,8%, το οποίο θα αυξηθεί σε 3,7% το 2025.
Η βιωσιμότητα του χρέους
Οι εκπρόσωποι των Θεσμών παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τις δημοσιονομικές εξελίξεις, σε συνάρτηση και με την επίδραση που έχουν στη βιωσιμότητα του χρέους, η διατήρηση της οποίας αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα των Βρυξελλών, προκειμένου να αποφευχθεί το άνοιγμα μιας νέας, δύσκολης συζήτησης για πρόσθετες διευκολύνσεις από τους Ευρωπαίους πιστωτές προς την Ελλάδα.
Οι δύο τελευταίες αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους από την Κομισιόν έδειξαν ότι υπάρχει σοβαρή επιδείνωση λόγω της πανδημίας, αν και προς το παρόν δεν αμφισβητείται η βιωσιμότητα, κυρίως επειδή οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ έχουν οδηγήσει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου.
Παρόλα αυτά, όμως, η κατάσταση είναι οριακή, όπως σημειώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, καθώς τα επόμενα χρόνια θα βρεθούμε πολύ κοντά στο στόχο για ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες 15% του ΑΕΠ, πέραν του οποίου θεωρείται ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Η ΤτΕ σημειώνει ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, «οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία διατηρούνται πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση όμως ότι διατηρούνται τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο.
Ως εκ τούτου, εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών. Την επαύριο της πανδημίας, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας».
Η εγκύκλιος για τον προϋπολογισμό
Στο πνεύμα της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας κινείται εξάλλου και η εγκύκλιος του Θ. Σκυλακάκη για την κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2022, όπου διατυπώνονται συστάσεις για συγκράτηση των δαπανών με την καθιέρωση αυστηρού ανώτατου ορίου και αξιοποίηση όλων των εργαλείων για την ενίσχυση των εσόδων, έτσι ώστε να εξουδετερωθούν οι αποκλίσεις που προκαλεί η πανδημία. Επίσης, ζητείται να επανεξετασθούν από μηδενική βάση οι ελαστικές κρατικές δαπάνες με στόχο τη συμπίεση τους.
Ο δημοσιονομικός σχεδιασμός προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ το 2022 από 7,1% του ΑΕΠ φέτος. Η βελτίωση κατά 11,3 δισ. ευρώ θα προέλθει κατά κύριο λόγο από την απόσυρση των μέτρων στήριξης, τα οποία θα μειωθούν στα 2 δισ. ευρώ από 16 δισ. ευρώ φέτος, καθώς και από την αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 3,9 δισ. ευρώ. Η ενίσχυση των εσόδων στηρίζεται στην πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 6,2% την επόμενη χρονιά.
Οι συνολικές δαπάνες προβλέπεται να ανέλθουν στα 54,092 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 4,6 δισ. ευρώ είναι τόκοι και τα 13,371 δισ. ευρώ δαπάνες για εργαζόμενους. Στον προϋπολογισμό του 2022 προβλέπεται κονδύλι 806,8 εκατ. ευρώ για καταπτώσεις δανείων που έχουν δοθεί με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.