Οι πλούσιες χώρες, δεν κατάφεραν να παράσχουν την οικονομική βοήθεια που απαιτείται στον αναπτυσσόμενο κόσμο για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κατάρρευσης του κλίματος, δήλωσαν εκπρόσωποι χωρών του τρίτου κόσμου, μετά από την πρόσφατη παγκόσμια σύνοδο της 22ας Απριλίου Leaders Summit on Climate. Η αποτυχία αυτή, αφήνει δισεκατομμύρια ανθρώπους σε κίνδυνο από τις επιδεινούμενες καταστροφές που προκαλούν οι ακραίες καιρικές συνθήκες, καθώς οι φτωχές χώρες παλεύουν παράλληλα με την κρίση Covid-19 και το ταχέως αυξανόμενο χρέος που τις επιβαρύνει.
Οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 50% με 52% έως το 2030 συγκριτικά με το 2005. Ο στόχος αυτός διπλασιάζει σχεδόν την προηγούμενη δέσμευση της Ουάσινγκτον για μείωση κατά 26-28% με ορίζοντα το 2025. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Νότια Αφρική ενίσχυσαν επίσης τους στόχους εκπομπών τους .
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν έθεσε επίσης έναν στόχο αύξησης της αμερικανικής χρηματοδότησης για το κλίμα στα 5,7 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2024 , κονδύλι διπλάσιο από αυτό που παραχωρήθηκε από τη Διοίκηση Ομπάμα και στον αντίποδα της προσέγγισης του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος σταμάτησε τις σχετικές δαπάνες. Ο Μπάιντεν συγκεκριμένα τόνισε : “Η αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης απαιτεί κινητοποίηση χρηματοδότησης σε πρωτοφανή κλίμακα. Ο ιδιωτικός τομέας το έχει ήδη αναγνωρίσει… αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις μόνος του – οι κυβερνήσεις πρέπει να εντείνουν την βοήθειά τους και ίσως χρειαστεί να ηγηθούν της προσπάθειας”.
Οι άλλες μεγάλες οικονομίες που συμμετείχαν στη σύνοδο κορυφής, σε μεγάλο βαθμό σιώπησαν σχετικά με τη χρηματοδότηση. Η Νότια Κορέα ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει να χρηματοδοτεί εργοστάσια καύσης άνθρακα στο εξωτερικό και το Ηνωμένο Βασίλειο επανέλαβε τις υπάρχουσες δεσμεύσεις αλλά δεν προχώρησε σε σε νέες υποσχέσεις . Οι πλούσιες χώρες έχουν ήδη μείνει πίσω από μια μακροχρόνια δέσμευση, η οποία εξαγγέλθηκε το 2009, ώστε να δώσουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στη χρηματοδότηση του κλίματος στον αναπτυσσόμενο κόσμο από το 2020 και μετά.
Χωρίς κεφάλαια για το κλίμα, οι φτωχές χώρες αντιμετωπίζουν ένα θλιβερό μέλλον ακραίων καιρικών συνθηκών, έλλειψης νερού και τροφίμων και κλιματικής μετανάστευσης – συνθήκες οι οποίες απειλούν να αντιστρέψουν δεκαετίες προόδου της απομάκρυνσης των κοινωνιών αυτών από τη φτώχεια. Πολλές κυβερνήσεις γοητεύονται επίσης από πρόθυμους εργολήπτες εξόρυξης ή άντλησης ορυκτών καυσίμων που επιθυμούν να εκμεταλλευτούν άνθρακα , πετρέλαιο ή αγωγούς φυσικού αερίου με αντάλλαγμα μετρητά.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται από τα νέα κύματα πανδημίας Covid-19 , και οι φτωχές χώρες βλέπουν τα χρέη τους να ανεβαίνουν και το κόστος δανεισμού τους να αυξάνεται.
Ο Γκάστον Μπράουν, ο οποίος είναι πρωθυπουργός της Αντίγκουα & Μπαρμπούντα και προεδρεύει της Συμμαχίας των Μικρών Νησιωτικών Κρατών – που εκπροσωπεί τις 37 χώρες που είναι πιο ευάλωτες σε πλημμύρες από την κατάρρευση του κλίματος – δήλωσε στη σύνοδο κορυφής ότι το πρόβλημα είναι εκτός ελέγχου: “Το χρέος των μικρών κρατών έχει αυξήθηκε σε μη βιώσιμα επίπεδα λόγω του επανειλημμένου δανεισμού για ανοικοδόμηση και ανάκαμψη από φυσικές καταστροφές που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή”.
Ο Akinwumi Adesina, πρόεδρος της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης, δήλωσε ότι η Αφρική έχασε μεταξύ 7 και 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως λόγω της κατάρρευσης του κλίματος – μάλιστα δε το ποσό αυτό θα αυξηθεί στα 50 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2040. “Africa is not at net zero [the emissions target]; Africa is at ground zero“, ήταν η ξεκάθαρη τοποθέτησή του.
Ο Sonam Wangdi, πρόεδρος του ομίλου Least Developed Countries, που συγκροτήθηκε από 46 κυβερνήσεις με συνολικό πληθυσμό άνω του 1 δισεκατομμυρίου ανθρώπων, έκανε μια παθιασμένη έκκληση: “Οι Least Developed Countries βασίζονται στην υποστήριξη ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας για να βοηθήσουν στην υλοποίηση των φιλόδοξων κλιματικών μας σχεδίων, που θα προστατεύσει τις ζωές και τα προς το ζην των ανθρώπων και των παιδιών μας, επιτρέποντας σε όλους μας να ευδοκιμήσουμε. Οι αναπτυσσόμενες χώρες και ιδίως οι Least Developed Countries πρέπει να διαθέτουν μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Οι άνθρωποι μας υποφέρουν ήδη.“
Η αποτυχία της συνόδου κορυφής του Λευκού Οίκου να πραγματοποιήσει μια σημαντική δέσμευση χρηματοδότησης των επιπτώσεων του κλίματος, μεταφέρει το ενδιαφέρον στη συνάντησης της G7 στην Κορνουάλη τον Ιούνιο, την οποία θα φιλοξενήσει ο Μπόρις Τζόνσον. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεσμεύσει 11,6 δισ. λίρες για τη χρηματοδότηση περιβαλλοντικών δράσεων τα επόμενα πέντε χρόνια, και ελπίζει να ενθαρρύνει και άλλες πλούσιες χώρες να αυξήσουν τις δεσμεύσεις τους.
Ο βρετανός πρωθυπουργός, γνωρίζει ότι η G7 αντιπροσωπεύει μία από τις τελευταίες πιθανότητες κεφαλαιοδότησης προγραμμάτων σχετικά με την κλιματική αλλαγή, πριν από την Cop26 , τη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα στη Γλασκόβη το Νοέμβριο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες, εφόσον αισθανθούν χρηματοδοτική εγκατάλειψη, είναι ικανές να οδηγήσουν σε αδιέξοδο τη σύνοδο Cop26-κατά συνέπεια η συμμετοχή και η συνεργασία τους είναι θέμα ζωτικής σημασίας.
Σε αυτήν την προσπάθεια, ο Μπόρις Τζόνσον αντιμετωπίζει ένα εμπόδιο, που προέρχεται από δική του πολιτική επιλογή : η απόφασή του να μειώσει τις δαπάνες βοήθειας στο εξωτερικό από 0,7% του ΑΕΠ σε 0,5% αντιμετωπίστηκε με απόγνωση και δυσπιστία από τους ειδικούς του κλίματος και τις αναπτυσσόμενες χώρες , οι οποίοι φοβούνται ανάλογες περικοπές και από άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Ο Alok Sharma, πρόεδρος του Cop26 του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει επανειλημμένα τονίσει ότι οι κλιματικές δαπάνες που έχουν προϋπολογιστεί ως συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν εξασφαλισθεί-ωστόσο η διαβεβαίωση αυτή λίγο έχει μειώσει τις διεθνείς επιδράσεις από το σοκ που προκάλεσε η απόφαση της κυβέρνησης.
Η αποτυχία άλλων χωρών να καταλήξουν σε δεσμεύσεις κεφαλαίων υπέρ του κλίματος στη σύνοδο κορυφής που διοργάνωσε ο Πρόεδρος Μπάιντεν, μειώνει περαιτέρω τις πιθανότητες επιτυχίας του Τζόνσον στην Κορνουάλη. Αρκετοί εμπλεκόμενοι στις συνομιλίες, δήλωσαν στον Observer ότι ο βρετανός ηγέτης, θα έπρεπε να βρει έναν συμβιβασμό που θα του επέτρεπε να αποκαταστήσει τουλάχιστον ένα μέρος της περικοπής – ίσως υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι παρουσιάστηκε αρχικά ως προσωρινό μέτρο.
Η Mary Robinson, πρόεδρος της πρωτοβουλίας Elders group of international leaders, πρώην πρόεδρος της Ιρλανδίας και δύο φορές διατελέσασα σύμβουλος του ΟΗΕ για το κλίμα, το έθεσε κατηγορηματικά: “Οι άνθρωποι είναι πολύ σοκαρισμένοι με την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε αυτή τη στιγμή για να το κάνει αυτό. Η περικοπή πρέπει να ανατραπεί το συντομότερο δυνατό. Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι το κλειδί για την επιτυχία του Cop26.”
Δηλώσεις αποτίμησης της συνόδου
- Γερμανία: Ικανοποίηση για την επιστροφή των ΗΠΑ στη δράση
«Είμαι πολύ ευχαριστημένη που βλέπω ότι οι ΗΠΑ επιστρέφουν για να εργαστούν μαζί μας για το κλίμα», τόνισε η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος χρειάζεται τη δική σας συμβολή, αν θέλουμε πραγματικά να τηρήσουμε τους φιλόδοξους στόχους μας», πρόσθεσε απευθυνόμενη στον Μπάιντεν. Η καγκελάριος έκρινε ότι η νέα κλιματική δέσμευση των ΗΠΑ στέλνει «ένα σαφές μήνυμα στη διεθνή κοινότητα».
- Γαλλία: «Ένας μόνο στόχος: να επιταχύνουμε – Φόρος άνθρακα και στήριξη των ΑΠΕ»
- Καναδάς: Μείωση εκπομπών ρύπων κατά 40-45%
Εκ μέρους του Καναδά, ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό δεσμεύτηκε ότι η χώρα του θα μειώσει τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 40-45% μέχρι το 2030, σε σχέση με το 2005.
- Ιαπωνία: Μείωση κατά 46%
Ο Ιάπωνας ομόλογός του Γιοσιχίντε Σούγκα ανακοίνωσε από την πλευρά του ότι θα μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 46% με ορίζοντα το 2030, σε σχέση με το 2013. Ο προηγούμενος στόχος της Ιαπωνίας ήταν να επιτευχθεί μείωση κατά 26%.
- Βραζιλία: Τέλος στην παράνομη ερήμωση του Αμαζονίου
Ακόμη και ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐχ Μπολσονάρου, που διατηρούσε στενή σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά όχι και με τον Τζο Μπάιντεν, δεσμεύτηκε να βάλει τέλος στην παράνομη εκδάσωση του Αμαζονίου μέχρι το 2030 και να προωθήσει την ουδετερότητα άνθρακα της χώρας του μέχρι το 2050, δηλαδή μία δεκαετία νωρίτερα από τον προηγούμενο στόχο. Είπε επίσης ότι θα διπλασιάσει τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων προστασίας του περιβάλλοντος.